Κόψε την παττίχαν να φκάλω χαλλούμιν του Ακάμα να φάμεν ούλλοι στην βεράντα.Καλά παγωμένη πρωινόν γόρασμάν που τον καλόν τον παττιχάρην.Το χαλλούμιν καμωμένον στον Ακάμαν που την θκειάν μου την Αντρονίκην με έναν τρόπον παραδωμένον που γεννιάν σε γεννιάν που μάναν σε κόρην .Ψημένον σιόν σιόν πας τα κάρβουνά μες το δάσος του Ακάμα μετά το γάλεμαν .Όλα μια ιεροτελεστία ενταγμένα σε έναν τρόπο ζωής που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων με πολλούς άξονές.Ακόμα και η διατροφή είχεν μιαν σοφίαν και έναν πλούτον απίστευτόν που τον στήριχεν η οικονομία του σπιθκιού.Πολευτερωμένη που την καθημερινήν κρεοφαγίαν μα πλουτισμένη με μυριάδες γεύσεις και αρώματα της κυπριακής γης...
Έτοιμη η παττίχα ελάτε μωρά κοπιάστε γειτόνοι .Η βεράντα κσλοτζιαιριν του εβδομήντα πέντε παρηγορούσε όλους.Ήτουν Τρίτη νομίζω εδειχνεν η ασπρομαυρη βόκσον Ελληνικόν.Λατέρνα φτώχια τζιαι φιλότιμό.
Ήντα λέξη φιλότιμόν...
Μια νύχτα με παγωμένην παττίχαν τζιαι χαλλούμιν που το χωρκόν.Μια βεράντα χαμόγελα τζιαι πκιατούθκια με κοκκόνες....
Επέτυχεν τα χαλλούμια η Αντρονίκη.Μα εν μαστόρισσα.Έν τζιαι το καπάδιν μες το δάσος.
Με τροφές με τίποτε.
Άτε να κόψουμέν αλλή μιαν.Φέρτε αλλό θκυο χαλλούμμια.