Τιμούμε σήμερα τη μνήμη των κληρικών και λαϊκών που χάθηκαν στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 καθώς και των Μικρασιατών προσφύγων του 1922 που απεβίωσαν στην Κύπρο μέχρι τις ημέρες μας.
«Σε αυτά τα μέρη», γράφει στο Ημερολόγιό του, ο Σμυρνιός Γιώργος Σεφέρης, το καλοκαίρι του 1950, «δεν μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή, και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμη τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω κόσμο και κόβουνται ο ένας μετά τον άλλο. Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές,
σπίτια, παραδομένες χειρονομίες».
Τα λόγια του Σεφέρη μεταφέρουν την πεποίθηση πολλών ότι η Ιωνία είναι ίσως η μεγαλύτερη πατρίδα του σημερινού Ελληνισμού. Η σημασία της Αθήνας, της Σπάρτης και αργότερα της Μακεδονίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν σίγουρα
μεγάλη. Χωρίς όμως τη Μικρασιατική Ελλάδα είναι αμφίβολο εάν επιζούσε μέχρι σήμερα ο Ελληνισμός. Όταν στην κυρίως Ελλάδα η παρακμή έφερε νομοτελειακά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Ιωνία ήταν αυτή που παρέμεινε το λίκνο και απετέλεσε αργότερα το εφαλτήριο για την καινούργια εξάπλωση του Ελληνισμού. Και αν η Αθήνα αποτέλεσε το κέντρο του Ελληνισμού για τους δύο αιώνες της ακμής της, η Ιωνία ήταν αυτή που είχε προετοιμάσει την αθηναϊκή ακμή και αυτή που με την επικράτηση του Χριστιανισμού και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε μέχρι και τον 20ό αιώνα, μια από τις βασικές κοιτίδες και κιβωτούς του Νέου Ελληνισμού.
Από την άλλη, η Μικρασία, λόγω θέσης, υπήρξε σταυροδρόμι και χωνευτήρι πολιτισμών, θρησκειών και νοοτροπιών και χώρος όπου γίνονταν δεκτά τα ανανεωτικά ρεύματα και οι νέες ιδέες στη τέχνη και τον πολιτισμό. Η ακμή της Μικράς
Ασίας συνεχίστηκε και στη βυζαντινή περίοδο αλλά και στην Τουρκοκρατία. Η Σμύρνη, η πρωτεύουσα της Ιωνίας, ήταν από τα μέσα του 18 ου αιώνα μια ευρωπαϊκή πόλη και αποτελούσε τον πνεύμονα του Αιγαίου και μαζί με την Κωνσταντινούπολη τις δύο βασικές εξόδους της Ανατολής προς τη Δύση.
Η κοινωνική, πολιτιστική και γλωσσική κυριαρχία των Ελλήνων στη Μικρασία ήταν αναμφισβήτητη. Η γλώσσα του εμπορίου και των συναλλαγών ήταν η ελληνική, μια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν και οι αλλοεθνείς κάτοικοι της περιοχής, Τούρκοι, Αρμένιοι και Λεβαντίνοι. Οι ξένοι περιηγητές περιγράφουν τη Σμύρνη του 19 ου αιώνα ως τη μεγαλύτερη ελληνική πόλη και ας μην ανήκε στο ελληνικό βασίλειο, ενώ φιλοξενούσε ορισμένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια στην ιστορία της ελληνικής
εκπαίδευσης και τυπογραφείο από το 1813.
Όλα αυτά διακόπηκαν βίαια το καλοκαίρι του 1922. Στις 27 Αυγούστου 1922 τα πρώτα τμήματα Τούρκων ατάκτων μπήκαν στη Σμύρνη όπου είχαν συγκεντρωθεί 300.000 περίπου πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικρασίας. Λίγες μέρες αργότερα η ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πια. Με τη ψυχρή γλώσσα των αριθμών η πυρπόληση της Σμύρνης είχε σαν αποτέλεσμα την αποτέφρωση 55.000 σπιτιών (43.000 ελληνικών και 10.000 αρμενικών) και 5.000 καταστημάτων. Παρών στο θέαμα της πυρπολημένης πρωτεύουσας της Ιωνίας, ως άλλος Νέρων, και ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ. Και πρωταθλητής στο μαρτύριο, ως άλλοτε ο πολύαθλος ιερός Πολύκαρπος, ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο νεομάρτυρας, που ενώ είχε τη δυνατότητα να διαφύγει και να σώσει τη ζωή του επέλεξε να μείνει και να μοιραστεί την τραγική τύχη του ποιμνίου του, όπως αρμόζει στους μεγάλους εκκλησιαστικούς και εθνικούς ηγέτες.
Για τον μικρασιατικό πληθυσμό η συνέχεια αποδείχτηκε ακόμη δυσκολότερη: Για όσους κατάφεραν και ξέφυγαν από τον θάνατο ακολούθησε το μαρτύριο της προσφυγιάς. Χιλιάδες οι νεκροί και ο αριθμός των προσφύγων τεράστιος,
υπολογίζεται γύρω στο 1.500.000. Η επίσημη λήξη του δράματος, που σήμανε τη προσφυγοποίηση και του Ποντιακού Ελληνσμού γράφτηκε με τη Σύμβαση της Λοζάννης, το 1923. Με τον όρο που καθιέρωσε της «Ανταλλαγής πληθυσμών»
αφαιρέθηκε από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους το δικαίωμα επανεγκατάστασής τους στην πατρική γη, χωρίς να ληφθεί υπ’ όψη η θέλησή τους, χωρίς καν να ρωτηθούν.
Στην Κύπρο, οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη έφτασαν στα λιμάνια του νησιού με δύο βρετανικά ατμόπλοια και ήταν στην πλειοψηφία τους Βρετανοί υπήκοοι ή κυπριακής καταγωγής Μικρασιάτες. Τους πρώτους πρόσφυγες υποδέχθηκε
στη Δεκέλεια μέσα σε κλίμα συγκίνησης και σπαραγμού ο μητροπολίτης Κιτίο Νικόδημος Μυλωνάς. Οι προσεγγίσεις στα κυπριακά λιμάνια ατμόπλοιων και ιστιοφόρων με πρόσφυγες από τις απέναντι ακτές συνεχίστηκαν μέχρι και τον
Δεκέμβριο του 1922. Συνολικά, μέχρι τα τέλη του 1922 αποβιβάστηκαν για εγκατάσταση στην Κύπρο περίπου 2400 Μικρασιάτες πρόσφυγες: 200 Βρετανοί υπήκοοι, 80 Κύπριοι, 500 Αρμένιοι και 900 άλλοι Έλληνες, μη κυπριακής καταγωγής. Η πλειοψηφία τους προερχόταν από τις απέναντι μικρασιατικές περιοχές, κυρίως τη Σελεύκεια, το Ανεμούριο, την Αλλαγιά, την Αττάλεια και τη Μερσίνα.
Τα κυπριακά συναισθήματα για τη Μικρασιατική καταστροφή και τις διαστάσεις της, αποτύπωσε έξοχα η θρηνητική εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄, της 14 ης Σεπτεμβρίου 1922, η οποία ζητούσε τη διεξαγωγή παγκυπρίων εράνων σε
όλους τους ναούς της Κύπρου υπέρ των θυμάτων της εθνικής τραγωδίας. Διαβάζω ένα ενδεικτικό απόσπασμα:
Η ελληνική Ιωνία εξέλιπε. Το άνθος τούτο του ελληνικού παραδείσου εφυλλορρόησεν υπό την ψυχράν πνοήν δυσχειμέρων ανέμων. (…) Και τώρα!; Νιόβη μυθική - η ελληνική ψυχή – απολιθωθείσα από την οξύτητα του άλγους επί τη συμφορά, θρηνωδεί παρά το Σίπυλον άκρον την φθοράν των τέκνων της. Εδώ μεν αντικρύζει τα ερείπια υφ’ α εκαλύφθησαν τα λείψανα των μαρτυρικών της τέκνων και εφ’ ων υπερήφανον εσύρθη το άροτρον του κατακτητού σπείρον το άλας της ερημώσεως και του ολέθρου, εκεί δε εις απέραντον και άληκτον σειράν τους γυμνούς και αστέγους σύροντας κλονούμενον το βήμα προς την πικράν μοίραν της εξορίας μακράν του γελαστού και γαλανού ουρανού της πατρίου γης, όπου είδον πρώτον το φως του ηλίου και ησθάνθησαν την χαράν της ζωής, μακράν των τόπων, όπου κοιμώνται ήδη τον ύπνον του μάρτυρος τόσοι και τόσοι προσφιλείς των.
Ας σημειωθεί ότι μερικές χιλιάδες εξαθλιωμένων προσφύγων συνέχισαν να διέρχονται από τα κυπριακά λιμάνια ταξιδεύοντας προς την Ελλάδα και στη διάρκεια των επόμενων ετών, 1923-1924. Ήταν οι ξεριζωμένοι της «Συμβάσεως περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών». Προέρχονταν από την Καππαδοκία, την Καισάρεια, την Ανατολία και ορισμένοι είχαν υποχρεωθεί να περπατήσουν ίσως και εκατοντάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στη Μερσίνα. Η Κύπρος ήταν η πρώτη θετική εικόνα της Οδύσσειάς τους, όμως σε κανένα τους δεν επιτράπηκε να εγκατασταθεί σ’ αυτήν.
Από το 2010, η ίδρυση του «Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου» και η συστηματική δράση των μελών του έχει φέρει στο φως πολύτιμα τεκμήρια και μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, με διάφορες εκδόσεις,
εκθέσεις κειμηλίων και συνέδρια, κυρίως με τα επιμελημένα ετήσια Ημερολόγια του Συνδέσμου. Η ίδρυση και η δράση του Συνδέσμου βοήθησε σημαντικά στην καταγραφή και την ανάδειξη μιας ξεχασμένης πτυχής του προσφυγικού ζητήματος του 1922 και της ιστορίας της νεότερης και σύγχρονης Κύπρου. Το σημερινό μνημόσυνο εντάσσεται στη δράση του Συνδέσμου και είναι μια ευκαιρία να διατηρείται η μνήμη άσβεστη, να τιμούμε τους μάρτυρες, τους ήρωες και τα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής και να θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη όσους στις δύσκολες ώρες και μέρες της προσφυγιάς στάθηκαν άνθρωποι και συμπαράστάθηκαν στους ξεριζωμένους. Όλων αυτών ας είναι αιωνία η μνήμη.