Άμαν έρκουνταν τα γκάζια στη γειτονιά στο γωνιακο Συνεργατικό Αποστόλου Βαρνάβα και Τροόδους ακούετούν πέλα σέλα το τραούδι του μεάλου αλύσου που εκλείωννέ τα όφκερα.
Ετραβούσαν τον να πολευτερωθούν οι ποτίλιες να φορτωθούν πας το μεγάλον γκρίζον αυτοκίνητόν της ΣΥΝΕΡΚΑΖ με τους πατούς τζιαι να κατεβούν τα γεμάτα κάζια, να αλυσωθούν, να κλειωθούν ώσπού νάρτούν οι αμαξούες των γιαγιάων πουταν νάρτούν να αλλάξούν το κάζίν τους του φαγιού ή του σπέαρ για τη σόπαν του σιειμώνα.
Όσες είχαν βέβαιά γιατί κόμα η γειτονιά ήταν γεμάτη με σόπες του στρατού των Εγγλέζων, τις γνωστές Αλλαντίν που εβράζαν πολλά αλλά έθελεν καθάρισμάν το φυτίλλιν τους για να μεν φκάλλουν μαύρόν καπνόν τζιαι λερώνούν τους καθαρούς ηλιακούς.
Το τραούδιν των θκυό αλύσων τζιαι τη φασαρίαν των καζιών που εκαθούνταν πας το φορτηγόν έμαθά το που τα τέσσερά.
Που να ξερά τότε πως τέσσερα χρόνια ύστερα ήταν να σκεδιάζώ αλύσους παστόν χάρτην της Κύπρου στα φυλλάδια τζιαι τα τετράδιά...
Ύστερά αγάπησα τους ποιητές πολλά γιατί με τους στίχους τους εκόφκάν εύκολά τις αλυσίδες τζιαι εσπάζάν τις κλειωνιές ούλλων των ειδών δίχα σδειάν που τες Άγκυρές τζιαι τες Πρεσβείες.
Αγάπησα τζιαι τους ποιητάρηές γιατί ελαλούσαν τες αλήθκειες άφοά τζιαι ποξαρκής εξηούνταν πως εννα σε κλαμουρήσούν.
Άκουές τους ανεννοιός άφοά να κλάψεις να βραχούν οι βούτσιες σου να πνάσεί η ψυσιή σου που το δάκρύ τζιαι τον καμόν του τόπου μας του δικόυ μας.
Τζιαι άμαν ετελειώναν εν εκαταλαββένναν που χρήστες τζιαι διοικήσεις.
Το σπίτιν σου ήτουν σπίτιν σου, η αυλή σου αυλή σου, τζιαι ο πάτσός χαλάλίν σου αν τους ελάλες τίποτε ακαταλαβίστικά ττεμπισιασμένα που κανέναν κοπελλούιν καμμιάς Πρεσβείας.
Το καλόν οι ποιητάρηές εν επαένναν σεμινάρία. Επηαίναν στις Εκκλησιές, τα παναήρκά τζιαι στους γάμούς τζιαι στα χωρκά μας.
Πάλέ επήρεν μας αλλού ο λόος.
Ήντα να κάμουμεν εχούν τζιαι οι λέξεις τζιαι οι ιστορίες τα παραδρόμια τους Ευτυχώς ενεν πάντα που τες λεωφόρούς της ευκολίας που παν.
Αρέσκούν τους τζιαι τα μονοπαθκιά τζιαι οι ρήμές των χωρκών...