Έμπλεος θλίψεως εισήλθεν εις το ταβερνείον. Βασανισθεις όρθρου βαθέως υπο σπανίου πονοκεφάλου. Αχ βασανάκια των λα ικών Κυπρίων που δεν εμπόρηάν ποτες να μεταλλαχθοσειν εις κερδοσκόπους μηχανάς και χρυσία τέκνα τραπεζών. Αίφνης παρά την είσοδόν τον εχαιρέτησεν ο γιγαντώδης Μιχαήλ. Μια" Καλησπέρα Σοφρώνη μου "αξίας εφτα Κωσταντινάτων.
Αν γενείς πενηντα χρονών τζιαι σιερετούν σε μετά χαράς οι αρκάτες εις τη στράταν τζιαι οι αδρώποι οι βαρετοί ύστερις που μιαν πότσαν κρασίν τότε να ολπίζεις γιε μου τζιαι εννά δεις φως. Αμμα ξερε πως αν δεικλούν αλλού να μεν συνοπλαστεί το δειν σας να γυρευτεις εις την Παναγίαν του Τζύκκου ή στο Σταυροβούνιν ή στο πολλοσέβαστον τον Γουμενον τ'Αη Νεοφύτου για παρατζελλιάν. Έτσι ελάλεν ο παππούς ο βοσκός που τον Νιοχωρκόν.
Ευτυχώς εσιερετήσαν τον τζι ασσεν φτωχάτζην. Ο καλόκαρδός οινοπώλής του έκαμεν τόπον εις τον πάγκόν, έστρωσεν βουτυρόκολλάν και ετοίμασεν πκίάτον λουβάνας φρέσκας σαλάτας με πλούσιον μαυρόλαδόν και όξος ικανόν. Ποτηρούιν της γιορτης του κρασιού παλλιόν και μίαν μιτσιάν ποτσούαν οίνου των καλών χωρίων.
Μανιτάρκά Σοφρώνη; Ναι μάστρε τζιαι καπήρες στα κάρβουνά. Τζιαι κανάν μεζεν της ευθυμίας.
Στο παλιο τζουπόξ έπαιζε το Ξενιτεμένο μου πουλλίν. Αθθυμήθειν το σειράν του στην Αστράλιαν. Εκαμεν τζιαι τούτος κάτι.
"Εκουάλησες με εφτα μίλια ρε Σειρά. Που σήμερά είσαι αρφός μου."
Μα σειρά ξηάνουνται έτσι εύκολά τετρακόσια περίπολά.
Σήκωσε ψηλά το ποτήριον οίνου. Ως χαιρετισμός στον απουσιάζοντα φίλον του.
Ξάφνου ηκούστειν η φωνή του γίγαντος Μιχαήλ. Εις υγείαν ρε Παλιοσειρά Καταδρομέα. Τωρά αθθυμήθηκα. Εσιει έξι μήνες που σπάζω το νουν μου. Εισαι ο Σοφρώνης ο Προτελευταίος. Έτσι σε ελάλούσαν εις τη Μοίραν. Αθθυμήθηκα σε τωρά που σήκωσες το ποτήριν. Έτσι το σήκωννές άμαν εσυναφέρναν τζιεινους πον εστραφησαν ή ήτουν εις τα Νοσοκομεία.
Ούλλα που μέναν Κωστή. μονολογούσεν ο ξακουστος σιδεράς τ Άη Γιάννη.
Α ρε Σοφρώνη τσιακκο παλληκάριν ελάλεν ο λοχίας αμάν σου γράφαμεν το βιβλίον της σκοπκιάς. Μιαν νθψταν που ταν πκιομένος είπεν μου το Ξέρεις ρε γιατί το λάλούν προτελευταίον ρε χωρκανέ.Τον τελευταίον εκουάλαν τον παστην ράσιην του εφτά μίλια.
Εσωσεν τον καθεαυτόν.Άμαν εφτασεν νύχτα στα Φυλάκια τΆη Δεμέτη τζι ήτουν ζωντανος ο σειράς του μες την Άμπουλάν . Είπεν μόνον
Δόξα σοι ο Θεός. Ευκαριστω σε Άη Μηνά μου τζι Άη Νικόλα του Ακάμα.
Ο Σοφρώνης ειδεν τον μες τα μμάθκια. Μα εισε σου ρε Διτζίμι. Εισαι ο Μιχάλης ο Γιαλλιάς ο Βοηθός του Αββρόσιου του Τζιερυνειώτη που μας έσωσεν στο Κοτζα καγια. Εγιω είμαι ρε αδέρφίν Εγιω είμαι Σοφρωνή μου λεβέντη μου της Μοίρας καλοσυνάτε μου που σε τρέμαν τα σσοινιά.
Ο ταβερνάρης εγεμωννέν τα ποτήρκα. Εν έξερεν αν εγελούσαν ή εκλαίαν. Κατί ελαλούσαν αδρωπινά....Ελάμπαν....
ΥΓ..Δώρημα στο Στελιον Παπαντωνίου τζιαι τον Πάμπον Βοσκαρίδην