ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το εισαγωγικό αυτό κείμενο ας θεωρηθεί ως εκπλήρωση χρέους, οφειλής, δέσμευση έναντι παλαιάς φιλίας, που μας συνδέει
από τα φοιτητικά μας χρόνια και τη μετέπειτα συνυπηρέτηση μας στο Λανίτειο Γυμνάσιο, ενδυναμωμένης σε δύσκολους καιρούς δοκιμασιών και συγκινδυνεύσεως. Μα πρώτα απ’ όλα για την ιδιαίτερη εκτίμηση που δεν είναι δυνατό να μην τρέφω για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου, ποιητικού και πεζού.
Τούτο άλλωστε καταφαίνεται μέσα από γραπτά κείμενά μου και ομιλίες που είχα την ευκαιρία να εκφράσω. Τέλος ένα αίσθημα ευθύνης που πηγάζει από ανεκπλήρωτο χρέος υπαγορεύει τις γραμμές που θα ακολουθήσουν.
Δεν θα ήταν πλήρης, αντίθετα θα ήταν αδικαιολόγητα λειψή η εικόνα που θα είχαμε για το ποιητικό και γενικότερα το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Παπαδόπουλου, αν δεν συγκεντρώνονταν σε μια έκδοση, όπως η ανά χείρας, οι στίχοι που μας
άφησε, είτε αδημοσίευτους είτε δημοσιευμένους, διάσπαρτους σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα και που ακολούθησαν την
πρώτη ποιητική του εμφάνιση το 1966. Η εμφάνιση αυτή πραγματοποιείται με τη συλλογή που στεγάζει ομωνύμως με τον
τίτλο Συλλογή, την μέχρι τότε ποιητική δημιουργία του. Σ’ αυτή ενσωματώνεται και η λιγοσέλιδη συλλογή που εκδίδεται σε
ανάτυπο του περιοδικού «Πνευματική Κύπρος» στα 1963, τρία χρόνια νωρίτερα, υπό τον τίτλο «Τότε που πολεμούσαμε», βραβευμένη στον Πιερίδειο Διαγωνισμό, με πρόλογο του εκδότη του περιοδικού Κύπρο Χρυσάνθη. Περιττό να αναφέρουμε
όπως εξάλλου υποδηλώνει ο τίτλος, στην πρώιμη αυτή έκδοση, περιλαμβάνονται ποιήματα που θεματογραφικά οφείλουν την
έμπνευσή τους στον Απελευθερωτικό Αγώνα (1955-59) στον οποίο ενεργώς μετέχει ο ποιητής.
Για τη διάσωση και συγκέντρωση των ποιημάτων που απαρτίζουν την παρούσα συλλογή φρόντισε ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος προτού απέλθει μας παρέδωσε μια πλήρη, σχεδιασμένη με κάθε λεπτομέρεια και τελική κατάταξη των ποιημάτων,
όπως προόριζε να γίνει σε μια προσεχή έκδοση που ετοίμαζε και που, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει. Ακόμη και για τον
τίτλο της συλλογής που μας προτείνει μερίμνησε. «Άπω Αγάπη» είναι η επιλογή του. Συμβαίνει να είναι ο τίτλος ποιήματος που περιλαμβάνεται στη συλλογή (σ.81). Ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται ότι παραπέμπει στο γεωγραφικό Άπω Ανατολή. Το ποίημα αυτό γραμμένο επί τόπου στον «Κρανίου τόπο» της Χιροσίμας στις 13/8/1909, όπως μας πληροφορεί σημείωση του ίδιου του ποιητή.
Οκτώ και τέταρτο ώρα Χιροσίμας, ώρα του κόσμου της άπω αγάπης. Όπου το επίρρημα «άπω» προσδιορίζει γεωγραφικά τη μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από την περιοχή αυτή του πλανήτη μας, έτσι και η θέα της πόλης της Χιροσίμας, στοιχειωμένο σύμβολο της ανθρώπινης απανθρωπίας, μας υπενθυμίζει ταυτόχρονα και πόσο μακρυά βρίσκεται η πανανθρώπινη αγάπη για να πραγματοποιηθεί. Πράγμα που καταντά ένα μακρυνό και άπιαστο όνειρο.
Εντάσσσει επίσης στη συλλογή, όπως τη σχεδίασε, πλάι στα ποιητικά και ένα λιγοσέλιδο προλογικό πεζό κείμενο, που έχει
τον τίτλο «Ένα Πιστεύω». Σ’ αυτό το εξομολογητικό γραπτό, εκθέτει σε πρώτο πρόσωπο τις ενδιαφέρουσες απόψεις του
γύρω από την ποίηση και την Τέχνη γενικότερα. Για την ποίηση, και την αναγκαιότητά της όσον αφορά τον ίδιο συνοψίζονται
στη λατινική διατύπωση: canto ergo sum, που σημαίνει «τραγουδώ, άρα υπάρχω» κατά το «cogito ergo sum» του Καρτεσίου.
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτά γράφονται ως απάντηση σε σχετικό ερωτηματολόγιο που του απευθύνει ο φίλος του, όπως τον χαρακτηρίζει, γνωστός ελληνοαμερικανός νεοελληνιστής και συστηματικός μελετητής του Νίκου Καζαντζάκη Κίμων Φράιερ στα 1979. Τα συμπληρώνει με μια πικρότατη αποστροφή το καλοκαίρι του 1977 με φόντο τα τραγικά παρεπόμενα της Τουρκικής Εισβολής του 1974.
Η συλλογή περιέχει σαράντα τρία ποιήματα χρονολογημένα και ταξινομημένα πάντα από τον ίδιο από το 1966 έως το 1981.
Ο λυρισμός του είναι πολυθεματικός. Όμως κάποιοι άξονες θεματικοί που αφορούν τις πηγές έμπνευσής του, είναι ευδιά-
κριτοι και κυρίαρχοι. Είναι φορές που ανσύρει από το βάθος της μνήμης εικόνες της παιδικής ηλικίας, που σχετίζονται με
αντικείμενα και καταστάσεις, πράγματα αδιάφορα ίσως για τους αγνοούντες πολλούς, εικόνες, όμως επώδυνα βιωμένες από
τον ίδιο και που έχουν σημαδέψει την πορεία της ζωής του.
Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν σ’ ένα μεγάλο οπωσδήποτε μέρος τον λυρικό του κόσμο.
Ο χαρακτηρισμός του λυρισμού του ως πολυθεματικού μας υποχρεώνει να επανέλθουμε στο ποίημα για το οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω «Άπω Αγάπη». Σ’ αυτό μας παραπέμπει και το τιτλοφορούμενο «Άουσβιτς» (σ.78). Θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ότι το περιεχόμενό τους σηματοδοτεί μια διεύρυνση των θεματικών επιλογών του ποιητή, προεκτείνοντάς τις σ’ ένα ευρύτερο χώρο μιας παγκόσμιας αλληλεγγύης που δεν αποκλείεται όμως να συναντάται με τη γνήσια ευαισθησία που εκδηλώνεται απέναντι σε γεγονότα με έντονα χαρακτηριστικά εντοπιότητας με μείζονα ανθρώπινη σημασία. Αυτό βέβαια δεν έχει καμμιά σχέση με τον λεγόμενο «κοσμοπολιτισμό», μια πολύ παρεξηγημένη έννοια - εσκεμμένα ίσως από τους σημερινούς χρήστες της– στον οποίο επιχειρείται να χωρέσουν ανίερα υλικά και μεθοδεύσεις, όπως π.χ. ο εθνομηδενισμός υπό τον μανδύα μιας δήθεν «αριστερής ιδεολογίας». Σ’ αυτή την κατεύθυνση της θεματικής διεύρυνσης συμβάλλουν και συνεισφέρουν τα ταξίδια, οι περιηγήσεις του ποιητή σε διάφορες χώρες. Θέμα για το οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω. Περιοριζόμαστε να παρατηρήσουμε ότι εκφράζει πλάι στην εθνική και μια ευρύτερη δοκιμασμένη κοινωνική συνείδηση.
Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα της κατηγορίας που θα ονομάζαμε «αντιστασιακά» ποιήματα που κατέχουν σημαντική θέση
στην προηγούμενή του συλλογή, οι θεματικές του επιλογές και σ’ αυτή τη σειρά των ποιημάτων δεν αφίστανται αισθητά των
προηγουμένων. Δεν συναντάμε, όπως θα περίμενε κανείς, στίχους που να ανακαλούν στη μνήμη οδυνηρές καταστάσεις δοκιμασιών την περίοδο της παρανομίας που έζησε ή εξάρσεις ψυχικού μεγαλείου στην εθελούσια θυσία των μαχητών, όμως
κάποιες απηχήσεις της περιόδου αυτής είναι ανιχνεύσιμες σε ποιήματα με διαφορετικό θεματικό περιεχόμενο. Στίχοι που
αποπνέουν μια ελαφρά μελαγχολία κι ένα αίσθημα ματαίωσης.
Κάποτε τραγουδήσαμε τους εφήβους μας που ξέρανε την ώρα του θανάτου, πότε θ’ ανοίξει η καταπακτή να πηδήσουν
Ισάγγελοι στα περιβόλια του παραδείσου.
(Φάκελος ανοιχτός)
Εκεί όμως που βρίσκει πλούσια πηγή εμπνεύσεων και εμβολιάζει την ποίησή του με νέες θεματικές απόψεις αποτελούν τα
ταξίδια του, οι αποδημίες και περιηγήσεις του, στα οποία αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του. Αφοσιωμένος κι αξεδίψαστος ταξιδευτής, ακολουθώντας το αρχαίο απόφθεγμα «νει ή αναπνείν», που διαβάζαμε σαν περνούσαμε την είσοδο των ναυτιλιακών γραφείων της ΕΛΜΕΣ (Ελληνικές Μεσογειακές Γραμμές), γωνία Σταδίου και Αιόλου, σε κάποιο μακρυνό χρόνο, θεωρώντας το ταξίδι όχι ως μια συμβατική μετάθεση από ένα σημείο του γεωγραφικού χώρου σε κάποιο άλλο, αλλά ως προέκταση ζωής, διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του. Μας μεταφέρει με την ποίησή του μια άλλη εκδοχή εμπειριών και αποτυπώσεων, που αντλεί με τη δίψα τυφλού που ανέβλεψε. Γίνεται ο δέκτης σπάνιων κραδασμών από χώρους πολύ γνωστούς καλλιτεχνικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Ιδωμένους μέσα από το βλέμμα του σημαδεμένου από σύγχρονα οδυνηρά συμβάντα νεοέλληνα παρατηρητή, υποψιασμένου όμως και πολλά παθόντος. Που ξέρει να αποσπά από τις γενικές εντυπώσεις, τη γενική περιρρέουσα ατμόσφαιρα το ιδιαίτερο εξέχον ουσιαστικό στοιχείο, φορτισμένο με ιστορικές ή οικείες παραδοσιακές μνήμες. Όταν συμβεί να βρεθεί σε χώρους κοινής ιδιοσυγκρασίας, οικείας ευαισθησίας, όπως συμβαίνει με το ποίημά του Στροφές μοτοποδηλάτου (σ. 83). Εδώ λειτουργεί η εσωτερική αίσθηση με φόντο το Αιγαίο, ακούμε να ζει και να αναπνέει το Αιγαίο, όπου βασιλεύει ο μυστικός και φανερός «μέγας κόσμος» του Οδυσσέα Ελύτη, αθέατος στον αμύητο και παροδικό τουριστικό επισκέπτη. Ο ποιητής ζει βιώνοντας τον πανάρχαιο κόσμο που διασώζεται μέσα από τις διαδοχές των γενεών ως λαϊκή παράδοση, ως διαδοχικό βίωμα γενεών, ως διαφεύγον στην όραση των αμύητων. Ως αποκρυπτόμενο υπέδαφος πολλών στρωματοστρώσεων εσωτερικού πολιτισμού. Για να καταλήξει εν τέλει ένα ταξίδι σε χώρο που δεν ορίζεται με γεωγραφικές συντεταγμένες ή σε χρόνο με ακαθόριστα όρια, αλλά σε ένα ταξίδι ψυχής.
Όταν αφήνω ανοιχτό το παράθυρο μπαίνουνε μέσα τα πουλιά όταν ακούω ανάσα ξέρω πως ένας μαρμαρωμένος κούρος
κοιμάται στο περιβόλι,όταν με πληγώνουν τα αγκάθια δεν τα συνερίζομαι.
Μπορεί να ’ναι σκαλισμένα κιονόκρανα κι οι πέτρες σπόνδυλοι, σταματημένες μυλόπετρες του χρόνου.
Το σκηνικό αλλάζει, όταν μεταφερόμαστε με τους στίχους του από τα φωτεινά νησιά του Αιγαίου στο ζοφερό κλίμα που
περιβάλλει τόπους μαζικών ανθρωποφάγων και ανθρώπινου μαρτυρίου, όπως στα ποιήματα Άουσβιτς ή Άπω Αγάπη, π.χ.
για τα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Σκοτεινιάζει πάλιν το τοπίο, όταν η περιήγηση του ποιητικού λόγου τον οδηγεί να ανιστορεί κατά το πρότυπο, όχι την τεχνική
ή τη μορφή των παλιών λαϊκών φυλλάδων, όπως π.χ. των «θρήνων» για την Άλωση της Βασιλεύουσας, τα δεινά της Τουρκικής Εισβολής του καλοκαιριού του 1974, ανακαλώντας σκηνές και εικόνες της προηγούμενης ειδυλλιακής ζωής, κυρίως της αγροτικής, τις οποίες αντιπαραβάλλει προς την εικόνα της βιβλικής καταστροφής και του ξεριζωμού που έφερε η Τουρκική Εισβολή.
Τούτο επιχειρει μέσα από τους στίχους ενός μακρού, πολύστιχου ποιήματος με τον τίτλο Η φυλλάδα της Κύπρου (σ. 65).
Δεν βολευόμαστε σ’ άλλο χώμα, είμαστε από τον ίδιο πηλό της στάμνας που ιδρώνει στο σταμνοστάτη μ’ ένα θρουμπί στο στόμα για τα φίδια που μέσα βράζει το μουστάρι απ’ τον καιρό του Ομήρου...
...Διωγμένοι απ’ τη μισή μας γη, διορθώνουμε τα τραυματισμένα μας τείχη κι ας είναι ο εχθρός κι απ’ έξω κι από πάνω κι από μέσα
...Οι ελπίδες σιγανά μεγαλώνουν σαν τις ανοιξιάτικες μέρες και γράφουν το απολυτίκιο Λεφτεριάς πρωτόθρονης.
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως μέσα στους νεωτερικούς στίχους της συλλογής επιβιώνουν –καλύτερα θα λέγαμε αισθητικά συνυπάρχουν– ποιητικές συνθέσεις, χαρακτηριστικά πολύστιχες, σε περιορισμένη ασφαλώς έκταση. Ο δεκαπεντασύλλαβος
παραδοσιακός στίχος και μάλιστα στη δίστιχη μορφή ομοιοκαταληξίας παραπέμπει σε παλαιότερες στιχουργικές μορφές και
τεχνικές που θα μπορούσαν να αναχθούν σε μεγάλους δασκάλους του είδους (π.χ. Σολωμό) αν δεν μεσολαβούσε ο Γ. Βερίτης,
του οποίου η ποίηση ακμάζει στα έντυπα και τους κύκλους των προσκειμένων στην έντονη χριστιανική κίνηση της εποχής από την οποία πέρασε και ο ποιητής την περίοδο της νεότητάς του.
Τέτοια δείγματα παραδοσιακής γραφής θα μπορούσαν να αναφερθούν τα ποιήματα Στιχηρό για την κοίμηση μιας μητέρας
(σ. 17), Ο μικρός μαραγκός (σ. 28), Ο Αρκοντής (σ. 47). Συμπληρωματκά, αναφέρουμε πως ποιήματα αυτής της στιχουργικής
τεχνικής συναντούμε και στην προηγούμενη του συλλογή, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγηθεί από την μικρότερη χρονική
εγγύτητα προς τα πρότυπά του στην οποία βρίσκεται. Εκεί συναντούμε το πιο αξιόλογο επίτευγμα αυτής της τεχνικής, υπό-
δειγμα στιχουργικής αρτιότητας, από το οποίο αποσπούμε κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους, συγκεκριμένα την πρώτη
στροφή. Πρόκειται για το ποίημα με τον τίτλο «Το κρίνο του Εικοσιένα» («Συλλογή», σ. 89):
Φτερούγες αρχαγγελικές, σαν αρμονίες χερουβικές σκιρτήσανε στα αιθέρια και της Παρθένας Λεφτεριάς, λαχταριστά ψηλά για μας απλώθηκαν τα χέρια.
Η ανίχνευση των θεματογραφικών προτιμήσεων του ποιητή, στην οποία επιμείναμε, συνδέεται με τον κόσμο ιδεών και την
προσωπική ιστορία του, ενώ ταυτόχρονα συνάπτεται με το πιο πρόσφατο ιστορικό πλαίσιο συμβάντων που καθόρισαν την τύχη του νησιού του. Και στο οποίο, έστω και σ’ ένα μικρό κλάσμα, υπήρξε συμμέτοχος και αυτουργός.
Βάζοντας ακόμα μια πινελιά στη σκιαγραφία της προσωπικότητάς του θα προσθέταμε στα όσα επισημάναμε πιο πάνω
ότι ο ποιητής δεν ξεχνά ποτέ ότι είναι πιστός με τις καταβολές της νεότητάς του. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Ιλασμός
του Στρασβούργου« (σ. 77). Επί τόπου γραμμένο, όπως υποσημειώνεται στις 24/7/1978. Ακούμε την παλλόμενη φωνή του
λυρισμού του, παλλόμενη από την πίστη και τη συντριβή να φθάνει στους πιο υψηλούς της τόνους σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση.
Γονατιστός παρακαλώ σ’ αυτή την κολώνα των πεπρωμένων αγγέλων, μετρώ τες ώρες που μένουν, δεν έκαμα τίποτε, τίποτε.
Ιλάσθητί μου, Κύριε, τώρα που το μεγάλο ρολόι θα κτυπήσει 12 και θα βγούνε οι παλιές φιγούρες και θα σημάνουν οι σάλπιγγες.
Ο κύκλος των νεότερων ποιημάτων του Γιάννη Παπαδόπουλου κλείνει με επιστέγασμα το ωραιότατο επιτύμβιο δοξαστικό,
χαράζοντας το πάνω σε μια νέα αναθηματική στήλη, ένα καντήλι μνήμης να καίει άσβηστο εσαεί, εμπνευσμένο από την
ηρωική θυσία των παλληκαριών της ΕΛΔΥΚ που έπεσαν υπερασπισόμενοι τα ελληνικά χώματα της Κύπρου, αντιμετωπίζοντας τον πάνοπλο Τούρκο επιδρομέα το καλοκαίρι του 1974. Την έμπνευσή του δίνει σύντομη αρχαία επιγραφή που ανακαλύπτει
σ’ ένα από τα ταξίδια του στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Την χρησιμοποιεί ως τίτλο του ποιήματός του Απέθανον
εν Κύπρω (σ. 90), και τα στοιχεία αναγνώρισής της στο πρόταγμα (motto): αρ. 863 του 457π.Χ., που φέρνει στη μνήμη τους
επιθετικούς πολέμους του Αθηναίου Κίμωνα κατά των Περσών και αυθόρμητα παραπέμπει σε ανάλογη ανάγλυφη παράσταση
πεσόντος οπλίτη στον κάμπο της Μεσαορίας με την επιγραφή «Διόνυσος Καρδιανός, Θραξ». Παραθέτουμε τους τελευταίους
στίχους:
«Απέθανον εν Κύπρω, γενιά της Ρούμελης και της Κρήτης,
Γιάννης Μήτσος, Γιώργος...»
Ωραίο να πεθαίνεις για τη μακρινή Κύπρο,
να καίγεσαι λαμπάδα του Καλού Λόγου σε μια Ντακότα,
να γίνεσαι κάρβουνο με τις χαρουπιές της ΕΛΔΥΚ.
Το ακροτελεύτιο αυτό ποίημα της συλλογής αντιπροσωπεύει
ένα από τα τελευταία του, όπως υποδηλώνει η ημερομηνία γραφής από τον ίδιο.
(Λεμεσός 28/12/1998).
Θα μπορούσε δικαιολογημένα να αναλογισθεί κανείς πόσα είχε να προσφέρει ακόμα, αν δεν τον εύρισκε τόσο πρόωρα ο
βιολογικός θάνατος.
Ανδρέας Παστελλάς