الأربعاء, تشرين2 6, 2024

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΗ ΜΕΜΝΩΝΑ

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΗ ΜΕΜΝΩΝΑ

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΟΥΜΑΖΟΥ

«-Γιε μου είδες θάλασσα, είδες δεντρά, είδες ομορκιάν γυρόν μας; Είδες γιε μου; Είναι για να λυπάται ο άνθρωπος πάνω στούντη γη γιε μου;».

Ήταν οι χαρακτηριστικότεροι των εσχάτων της ευσεβούς σύναξης της Αμμοχώστου που κατάφεραν να αγωνιστούν και να επιβιώσουν στην προσφυγιά.

Ο πρώτος στην εντός των τειχών Λευκωσία και ο δεύτερος στη Λεμεσό της προσφυγιάς. Έυμορφοι άνθρωποι της Ανατολής, αληθινοί ατόφιοι Χριστιανοί. Περιπατούσαν αγωνιστές στην κοσμοπολίτικη Αμμόχωστο με αρετή κεκρυμμένη. Μορφές σεβάσμιες, αληθινές, με λόγο αυθεντικό και βιοτή ανυπόκριτη. Τους γνώρισα στα χρόνια του ενενήντα. Είχα αυτό το δώρημα από το Θεό να γνωρίσω έμπρακτα ιδίοις όμμασι την αγάπη στα βήματα αυτών των ανθρώπων του νησιού μας.

Ήταν απόγευμα θυμάμαι. Παρά τις περιπέτειες, το φορτίο ενός βίου εν πολλοίς ανερμάτιστου, εγωπαθούς και συγχυσμένου είχα πολύ αναπαυτεί. Ίσως για πρώτη φορά συνάντησα την όντως χαρά. Τη βίωνα βλέποντας, ακούγοντας, αφουκραζόμενoς τους κτύπους της καρδιάς του παππού Αναστάση. Πήγα κι άλλες μέρες κοντά του. Και άλλα μεσημέρια και απογεύματα τα πέρασε ακούγοντας με, στο στενό δωματιάκι, εξομολογητήριο της ενορίας. Βγαίνοντας στον περίβολο ένοιωθα την ανάγκη να γελώ, να χαμογελώ, στους δρόμους, να χορεύω ...

Η ελαφρά συνάφεια με το Θεό. Η ειλικρινής καρδιακή, όχι συμφεροντολογική πίστη. Αυτά πάσκιζε να μου εξηγήσει καθώς άνοιγε δρόμους στα προβλήματα μου, καθώς με ορμήνευε πως να χειριστώ τις παλαιές μου αστοχίες. «Να έχεις κρυφό θησαυρό για την άνοδο. Να πεις θέλω τη χαρά μου, την πρόοδο, την πνευματική ελευθερία».

Φαντάζει σχεδόν αδύνατο το εγχείρημα. Να γράψω έστω κα λίγα για τον πατέρα Αναστάσιο Χαραλάμπους. Σε αντίθεση με άλλους, πολύ λίγο τον γνώρισα, κι ας θυσίασε τόσες ώρες για μένα, κι ας με αγαπούσε τόσο.

Σκέφτομαι τι τον έκανε να ξεχωρίζει. Τι ήταν όλη αυτή η γλυκύτητα και η ηρεμία που μετέδιδε. Να ήτανε τα πολλά χαρίσματα, οι δωρεές που έλαβε από το Θεό. Η λαϊκή αγροτική του καταγωγή, οι δοκιμασίες του βίου, η μεγάλη πείρα στις δεκαετίες της διαποίμανσης, η απερίσπαστη διακονία στο ιερό λειτούργημα του πρεσβυτέρου. Η από καρδιάς συνάφεια με τον ανθρώπινο βίο, τον πόνο και την οικογενειακή ζωή, με τις χαρές, τις μέριμνες και τις δυσκολίες της.

Λίγες ημέρες προτού φύγει τα είπαμε με αγάπη ένα πρωί. Με περίμενε. Είχε καιρό να βρεθούμε. Μα λες και τα λέγαμε κάθε πρωί, με άνεση και αισιοδοξία. Μας ήξερε τόσο καλά και τόσο πολύ. Γνώριζε τις δυνάμεις και περισσότερο τις αδυναμίες μας.

Γι' αυτές φρόντιζε, για την χωρίς πανικό ανατροπή τους. Ο παππούς άνοιγε δρόμους, ανάτρεπε διακριτικά πλάνες και φοβίες. Αγαπούσε πολύ και αληθινά. Η εξομολόγηση κοντά του δεν χαραζόταν ποτέ από εκείνο το σκληρό κλίμα φόβου που ταλαιπωρεί ακόμη και σήμερα κάποιους από τους Ορθοδόξους.

Πέρα από την αισιόδοξη ματιά, που χαρακτήριζε και πλούμιζε ολάκερη τη ζωή του, ο παππούς βοηθούσε ουσιαστικά, καλλιεργώντας μια θεώρηση του βίου μας και των δυσκολιών στα πραγματικά τους μεγέθη. Κόντρα στην θεωρητικολογία που χαρακτηρίζει αρκετούς από μας τους «νεοφώτιστους» των τελευταίων δεκαετιών, με γλώσσα απλή, λαϊκή προσγείωνε τις σκέψεις και τις προτεραιότητες στη γη, στα όντως προβλήματα μας και στις συχνά ιλαροτραγικές πηγές τους.

Νοσταλγώ την παρουσία και τους λόγους του, το παράδειγμα και την ελπίδα του. Το περπάτημα του πάνω στη γη, την σχέση του με την πραγματικότητα, τον τρόπο που ξεκαθάριζε τ' αληθινό από το φαντασιώδες, την χάρη με την οποία μας απεγκλώβιζε από τις σκιαμαχίες και τις πλάνες.

«Γιε μου, πόσες ώρες χαίρεσαι, πόσες ώρες πλήττεις; Τι έχεις δικό σου; Τίποτα. Είσαι εξαρτώμενος από το θείο. Να νοσταλγούμε το θείο για να ΄χουμε γαλήνη και ηρεμία. Να έχεις κρυφό θησαυρό για την άνοδο. Η πράξη εν δύσκολη. Χρειάζεται προσευχή».

Πέθανε ο παππούς. Δύσκολο να γράψεις για ένα τόσο γλυκό πατέρα, για την αγάπη και τα μάτια του. Τον είχα πρωτοδεί φοιτητής και ακόμη μέμφομαι τον εαυτό μου που έχασε τότε την ευκαιρία να τον έχει συμπαραστάτη και πνευματικό από πολύ νωρίς. Μπορεί να ήταν άλλος ο βίος και τα βήματα μου. Συχνά, σαν με έβρισκε στους δρόμους της Παλαιάς Λευκωσίας, με έπιανε στοργικά από τον ώμο και επαναλάμβανε όσα μου είχε πει και παλαιότερα: « Βιώματα γιε μου. Βιώματα, να μεν μείνεις ξερός».

Όπου τον έταξε ο Θεός υπηρέτησε από καρδιάς και μ’ αγάπη περισσή. Είχε πολλά περισσεύματα η καρδιά του. Ημέρες ολάκερες με το πετραχήλι και το φωτισμό του πνευματικού, κατάκοπος και με προβλήματα υγείας βασανιστικά, επέμενε να στηρίζει, να δίνει λύσεις, να φωτίζει σκότη απογνώσεως. Πολέμησε με γλυκύτητα και χάρη, όσο λίγοι στην εποχή μας, την απελπισία και τα σκληρά σκοτάδια της. Είναι πολλές οι γνωστές και άγνωστες φωτοπλημμύρες που σκόρπισε με τους λόγους και τις διακριτικές τομές του στα σκότη και τα ερείπια πολλών βασανισμένων υπάρξεων.

Νοιώθω να είναι κοντά μας στο πλάι, συμπαραστάτης και βοηθός.

Αναπαυμένος κοντά στον Άγιο Μέμνωνα, τον τόσο αγαπημένο του, στον Άγιο Αντώνιο, κοντά στους παλαιούς χαριτωμένους Κυπριώτες συγκαιρινούς και αλλοτινούς ακολούθους του Θεού της αγάπης και της παρηγοριάς.

Listen Live