Ο βουνισιος. έφερεν τον κουττουκον που την ξυλοθηκην τζιαι η φωθκιά στην νησκιαν του ταβερνειου επήρεν τα πάνω της,εδρατζιασεν τζιαι εβρασεν τα πρώτα τραπέζια.
Η ζιβανια ρέει στας εμπροσθιας τραπεζας .Τα κοπέλλα τσιμπουν την μεθυσμένην με λεμόνιν και αλάτιν κουλουπραν.Πινουν αργά.Το μανταρινιν αναμενει ολόκληρο την δευτεραν κίνησην στηριξης του ποτου των βουνων.Επροηγηθει το μικρόν γιαουρτιν..Οι περβολαρηες έστω και κατόπιν συνταξεως τρώνε αργά,πινουν αργά.Δεν απολεσαν τους παλαιους πρωτινους χρόνους.Περνουν πομονη έστω και αν αγωνιωδως παρακολουθουν ποδόσφαιρον με εκεινον τον παλαιον τρόπον που θυμιζουν τις τριμυθωτες των κερκιδων της αδελφοσυνης.
Θέλω κάπιρες στα κάρβουνα και πίττες.Στο δίπλαν ο τραπέζι ο.πρωτινος γραφιας με τις τσακκιστες ελλιες τσιλλα αργά την ζιβανιαν ενώ ο γείτονας μονολογει.Ογδοντα χρόνια εν καλά μας.Μα μόνον δέκα χρόνια μας διας μονολογει ο περβολαρης τ Αη Δημήτρη και ο μανιταρας των Καμιναριων..
Στην οθρακιαν του ταβερνειου ο ταπεινός διαδοχος του μέγιστου Καχριμανη ψηννει τα κρασατα του Στατου ενώ τηγανιζει στο λα ι ν της ελλιας τις φρεσκες τηανιτές πατάτες.