Πουκάτω που μιαν τένταν μιαν καλύφαν στην ληστρικήν γραμμήν κατάπαυσης πυρός μιας εκεχειρίας που τα κοπέλλια του Δρ Κίσσιγκέρ δεν τήρησαν ποττέ. Αρκές του Αούστου με τους λλίους πολλούς που εν εγυρεύκαν προφάσεις εν ώρα πολέμου για να πκιάουν πολυθρόναν στα Καφέ της Λεμεσού ή χόστρες διάφορες.
Εθώρεν προχτες το κομμάτιν που τα ξένα επίκαιρα με μιαν διμοιρίαν που κάτω πόναν λόφον. Να πνάζει ύστερα που την πρόχειρήν οργάνωσην εδάφους. Να ακούεται μια φωνή πρότινή να συζητά ήρεμά. Εν αλήθκειά άλλαξεν μας ο Πόλεμός.
Ήτουν ακριβώς όπως την δικήν τους που την άλλην μερκάν του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Ο σειράς του έφεδρός. Λογιστής η δουλειά του σε μιαν μιάλην εταιρείαν της χώρας. Εθώρεν το Μάμμαρίν μες τους καπνούς τζιαι τις φωθκιές τζιαι τις σκόνες. Πάει σειρά εχάθειν το χωρκόν μου. Τουλάιστον να κρατήσουμεν δαμέ που πολεμούν οι μιτσιοι πον εφύαν που μες το στρατόπεδον. Ασσεν καλά τζιαι ο ΑΠΑΡ ο τσιάκκος που θκια σωστές βολές τζιαι εγλύτωσεν μας τόσες φορές....
Αλλάξαν μας είκοσι τ Αούστου. Είμαστεν με τα έδια ρούχα έναν μήναν. Επήραν μας στο μετόσιν του Τζύκκου. Ελούθημάν. Εδώκαν μας ρούχα πράσινά. Είμαστέν πενηντε έξι γενάες νηστιτζοι διψασμένοι. Εκάτσαμεν με το σειράν μου. Έναν μήναν ίδιον χαράκωμαν περίτου που αδέρκιά. Άψαμεν τσιάρον. Λαλεί μου ο Γιαννής. Εγλύτωσεν το χωρκόν μου ρε αδέρφιν. Εμεινεν ο πελλός ο ανηψιός μου το πρεν με κάτι χωρκανους τζιαι λλίους μιτσιούς του Πεζικού. Στην νάκραν του χωρκού ελήσαν τα δαχτύλια τους οι καρκιές τους μα το χωρκόν εν ετούρτζιεψεν σειρά μου.
Τωρά καταλάβεις γιατι τον Άουστον εν θωρώ τελεόρασην. Θέλω μόνον να πκιάω μιαν φοράν εναν τηλέφωνόν να πω ένας βοσκός είμαι ,του Πεζικού, σειράς νου Μαμμαρίτη λεβέντη. Είμαι που χωρκόν τζιαι θσλω να αρωτήσεις τους μαστόρους του τόπου που ήτουν αρκές τ Αούστου τκυ Εβδομήντα τέσσερα.
Έτσι για το χαττήριν των κοπελλιών του Τάγματος μου πον εστράφησαν τζιαι για τους τσιάκκους της ΕΛΔΥΚ που μείναν με στο Στρατόπεδον μέρες της φωθκιάς για λλέου μας.
Έτσι νύχταν ήρτεν ο ΑΠΑΡ τζι ο σωφέρης του τζιαι εκάτσαμεν μες το πρόχωμάν οι τέσσερείς τζιαι εφάαμεν ψουμίν τζιαι πόλιπιφ. Άμαν εδειπνήσαμεν εκάυσαμεν τζιαι εθωρούσαμεν τ άστρα. Εν μας επκιαννεν ύπνος. Έφκαλέν τα Κρεβεν έι ο Ανθυποόχαγός ο παρατηρητής του Πυροβολικού τζιαι άψαμεν χωστα χωστά. Υστερά που ώραν λάλει μας. Εν δύσκολα πολλά ρε κοπέλλια. Εν συττήνα . Επροδόσαν μας τζιολάς. Μα λαλώ να μείνουμεν να κραήσουμεν ωσπαντέξουμεν. Να μεν φύουμεν. Εν λιποταξία. Μιαν Κύπρον την έχουμεν...Ύστερις εσιώπησεν...Κατά τις θκυό επολοήθειν το Μαμμαριτικόν. Εννα κραήσουμεν αδρωπινά τζιαι ας εδήχτησαν τέθκοιοι κακούργοι τζιει έξω πον οι Αγγλίες τζι Αμερικές..
Ο σιωφέρης ο ΒΑΠΑΡ ο λλιόλοος επολοήθειν.
Εννα μείνουμεν τζιαι εενα ζήσουμέν. Έσιει ο θεός. Άμαν εγλυτώσαμεν στα χώματα της Τζιερύνιας. Πέντε φορές εν μας ήβραν. Εφευκαμεν πάντα τελευταίοι....
Ο Γιαννής ο Μαμμαρίτης εν είπεν τίποτε άλλον. Μόνον εσιοτραούδαν.. Το τέρτιν της καρτούλλας μου θκυο μύλοι εν τ αλέθουν...
Ο ανθυπολοχαγός καρτζίν μου έκλαιεν σιανά σιανά. Εν είπα τίποτε. Μόνον εσκέφτηκά. Έτσι εννα κλαίσειν τα λιοντάρκά. Οι λιόντες που λάλεν ο παππούς μου.
Τζι αρκέψαν να τρέχουν τα μμάθκια μου...