Οι άρχοντες και οι κύριοι
Πολλοί επερίμεναν τον Ιωάννην εις την Αλεξάνδρειαν όταν έφθασεν με το καράβιν από την Αμαθούνταν την πολυαγαπημένην. Μα ο Ιωάννης δεν εκαθυστέρησεν, καθόλου δεν εστάθη ν’ αποθαυμάσει την πόλιν. Μόνον από την ιδίαν νύχταν έπεψεν εις τες στράτες να βρουν όσους ερριγούσαν. Φωτιές ν’ ανάψουν να τους σπιτώσουν, να τους καλοκρατούν, φαγητόν καλόν να μαγειρέψουν, τραπέζι να στρώσουν για τους άρκοντες.
Έτσι τους έλεγεν και έτσι τους ετίμαν. Και περισσότερον ακόμα κυρίους και μαστόρους τους επροσφώναν και τους ετίμαν. Όπως τον παλαιστήν, τον ονομαστόν πεχλιβάνη, που λούζεται το λάδιν να γλιστρούν όσοι γινάτιν έχουν να τον παλέψουν, να τον νικήσουν, έτσι και ο Ιωάννης λουσμένος μες τη χάρη, να μην μπορούν οι δόλιοι, οι πονηροί να τον νικήσουν, να τον φυλακίσουν εις το θέλημα τους, εβάλθην να ξεχερσώσει τα αμπέλια του Κυρίου του, να τα αποκαθαρίσει από τα πολλά θεριασμένα ζιζάνια των αιρέσεων.
Κατά που αρχίνησε τα έργατα στην Αλεξάνδρεια εχρεώθην επτά τον αριθμόν εκκλησίες μα έκαμε τον σταυρόν του και εστάθη και έκτισε ναούς πολλούς, διότι επέστρεψαν εις τις αγκάλες της Εκκλησίας μας όσοι εγελάστηκαν από τις διδασκαλίες του Πέτρου του Κναφέως, όστις επρόσθετεν λόγους δικούς του εις τον Ύμνον τον Τρισάγιον ο άφοβος, ο πλανεμένος.
Έγινεν ο Άγιος και κτίστης και πουργός και έβαλε θεμελιούς πολλούς και με τη βοήθεια του Θεού και τις ευχές των πονεμένων που τους εστάθη συμπαραστάτης, αξιώθηκε γρήγορα να δει μες τα χωριά και τις πολιτείες που έβλεπε ποιμένας πολλά νοσοκομεία, φτωχοτροφεία και άλλα πολλά έργατα καλά, σπίτια για τους ξένους, σιτηρέσια για το λαό που πεινούσε.
Εφρόντισε και για τις μανάδες τις φτωχές, τις κόρες που δεν είχαν τόπο για να γεννήσουν.
Έκτισεν τους κατοικίες καλές, επτά σπίτια σε τόπους διάσπαρτους μες την πόλιν με όλα τα τεριαστά και με τις μάμμες, νοσοκόμες και φάρμακα πολλά. Εσκέφτηκεν ακόμη και εφωτίσθη να βοηθήσει και πολύ να μεριμνήσει για τους ιερείς και για να μην μπαίνουν στον πειρασμόν από της φτώχειας τα κακά Για τα χρειαζούμενα τους.
Πρώτες μέρες στην πατριαρχία
Είναι καιρός , όμως, να κάμωμεν λόγον για τις πράξεις του Ιωάννη, ευθύς μόλις ενθρονίστηκε Πατριάρχης. Πρώτα επρόσταξεν να έρθουν μπροστά του όλοι της Εκκλησίας οι οικονόμοι και άλλοι όσοι είχαν αξίωμαν και διακόνημαν στους ναούς. Με αγάπη τους είπεν λόγον καλόν. Για την εργασίαν στον αμπελώνα του Χριστού. Μετά τους ορμήνεψε να βγουν στις στράτες, τις ρύμες και τα μονοπάτια της πολιτείας. Να βρουν και να γράψουν σε
κατάστιχον όλους τους αφέντες, τους κυρίους του πατριάρχη.
Οι οικονόμοι όλοι συγχύστηκαν και εζητούσαν εξηγήσεις. Τότε ο σοφός Ιωάννης εξήγησε τι ήθελε να κάμουν: « όσους γνωρίζετε φτωχούς και διακονητές τους ονομαζετε, ακούστε τι καλό μεγάλο μπορούν να μας χαρίσουν. Να μας βοηθήσουν , μπορούν. Παράδεισο σε μας να παραδώσουν. Πάρτε λοιπόν τις στράτες σας, τώρα,στενό και σπίτι ερειπωμένο να μη σας ξεγελάσει. Όπου φτωχός, όπου μικρός στους δρόμους, χωρίς πατέρα ή προστάτη. Όπου έχει χήρα κι ορφανά, νέους αρρωστεμένους.
Αγάπην κάμετε πολλήν όλοι τους να καταγράφουν βοήθεια να λαμβάνουν, να μην κακοπερνούν». Εβγήκαν οι οικονόμοι, Θεός να τους φυλάει εβγήκαν και εμέτρησαν επτά τόσες χιλιάδες. Μέσα στα στενοσόκακα, μέσα στα παραδρόμια ένας οικονόμος ευσεβής, καλός και προκομμένος μοναχός, ανακάλυψε ακόμη πεντακόσιους κρυμμένους φτωχούς ανήμπορους και αδύνατους ανθρώπους.
Προτού τελειώσουν με τους φτωχούς αφέντες τους , άλλη σοφή προσταγήν τους έδωσε και πιάσαν δρόμους και στενά οι συνετοί οικονόμοι. Όπου είχεν έμπορους, μικρούς πραματευτάδες, όπου πωλούσαν κι αγοράζανε τους έδωσαν διαταγήν καλήν του επισκόπου. Ν’ αφήσουνε τα δυο σταθμά, ν’ αφήσουν να ξεχάσουνε τα δύο τους βαρίδια.
Ένα το ζύγι να πωλούν έναν και ν’ αγοράζουν. Αν τύχει ν’ αρνηστούν. Αν τύχει ισχυρόγνωμοι πολύ να παρακούσουν προστάζει ο Δεσπότης μας μεγάλην τιμωρίαν.
Όποιος φανεί εγωπαθής και δεν μας υπακούσει με τη ψευτιά αν θέλει τα πουγκιά σε μιαν ημέρα να γεμίζει, φτωχός πολλά θα καταντήσει. Φτωχός, από τους φτωχότερους της πόλης.
Όλα του τα υπάρχοντα θα βγουν να πουληθούνε να δούνε όλοι οι Αλεξανδρινοί τι έπαθεν ο δολερός να μην γυρεύουν σκοτεινά, ψευτιές για να πλουτίζουν. Εφώναξε και τους κριτές κάτι να τους αναγγείλει. Μαζευτήκαν όλοι και ήταν συγχισμένοι. Τότε έπεφταν στο αμάρτημα της σιμωνίας για να αδικούν τους φτωχούς. Όταν εμετρήθηκαν ήταν όλοι παρόντες. Βγήκε ένας υπηρέτης και μετρούσε μισθόν μεγάλο, πουγκιά πολλά στον καθένα.
Πουγκιά πολλά να ζουν αυτοί και τα παιδιά τους και να τους περισσεύουν. Κατόπιν βγήκε ο Πατριάρχης για να εξηγήσει . Λόγον τους είπε σοφόν για τις πτώσεις της φιλαργυρίας και για τον άδικον χρυσόν που κατέκαψε πολλούς ανθρώπους και σπίτια. Γι’ αυτό, τους λέει ,να αφήσετε το άδικο και το καλό να ακολουθάτε και χωρίς το δίκαιο να μην κρίνετε ποτέ, να μην αποφασίζετε βιαστικά και μόνο από την όψη και τα υπάρχοντα του κατηγορούμενου.
Άκουσαν οι κριτές και ελυπήθηκαν και έφυγαν όλοι σκυφτοί για τις οικίες τους και πολλά επροσβάλτηκαν.
Έστειλαν ύστερα μέχρι να νυχτώσει όλα τα πουγκιά για να δείξουν στον Πατριάρχην ότι μετανόησαν. Ο σοφός και ενάρετος Ιωάννης με αυτές τις θαρραλέες πράξεις του κέρδισε τις καρδιές και την αγάπη των Αλεξανδρινών. Από τις πρώτες ημέρες της πατριαρχίας του πολλοί τον ονομάζουν άνθρωπο της αγάπης και του ελέους.
Οι υπηρέτες… και η θλίψη του Πατριάρχη
Όταν τα έκαμε τούτα ο σοφός Ιωάννης ενόμισεν ο δίκαιος πως οι φτωχοί ήταν σε καλήν μοίραν και πλέον ήταν δύσκολον να τους αδικούν. Μα έναν πρωϊν που εβγήκεν να περπατήσει μοναχός του μες τις στράτες της πολιτείας του, τον εκόντεψεν δειλά ένας φτωχός και του απήγγειλεν μιαν αλήθειαν και πολλά επικράθηκεν ο πατριάρχης.
Επέστρεψεν εις το πατριαρχείον και επρόσταξεν τους υπηρέτας έξω να βγάλουσιν τον θρόνον να μην μπορεί κανένας να εμποδίζει τους φτωχούς που επιθυμούν εις τον ποιμέναν τους να έρθουν, αίτησιν δια να του ειπούν.
Πολλά εθύμωσεν τους υπηρέτας δια την προσωποληψίαν και την κακήν τους κρίσιν. Από τότε εις και μόνος ανήρ και δίκαιος έστεκεν δίπλα του όταν άκουε τα φτωχά και πονεμένα του τέκνα τι έπαθαν και τι θέλουν καλώς δια να ζώσι. Έτσι μετά τούτου του γεγονότος εγλύτωσε τον λαόν από την αδιακρισίαν των υπηρετών του που έστεκαν στην πόρταν και αδίκως εκρίνασι ποιος να εισέλθει και ποιος δεν ημπορεί τον Πατριάρχην τον καλόν να ιδεί να αποθαυμάσει.
Έναν άλλον δειλινόν ο Πατριάρχης πολλά λυπημένος εκάθετουν εις τον τόπον τον συνήθη, έξω του ναού. Κατά την πέμπτην απογευματινήν, προτού να σουρουπώσει, έκαμε να φύγει λουσμένος στα δάκρυα. Τον είδαν οι μπιστικοί του μα δεν το έκαμνεν η καρδιά τους να τον ερωτήσουν. Ευτυχώς ευρέθη εκεί άνθρωπος νουνεχής και σώφρων, ο Σωφρόνιος, φίλος του καρδιακός και συμπολεμιστής θαρραλέος και άφοβος, δυνατός. Άνδρας που τον εβοήθαν εις τους αγώνας κατά της δαιμονιώδους και αιρετικής μανίας των αθέων Ακεφάλων.
Ο Σωφρόνιος ερώτησεν τον Πατριάρχην: « Τι έπαθες πολυπλούμιστε των αρετών αρχιποιμένα και ετάραξες μας όλους πολλά και με το πρόσωπον σου που σκυθρώπιασε και λυπημένον το βλέπουμεν σήμερον, ολημερίς»; Ποια άραγε η αιτία της ταραχής και της πολλής σου λύπης»; Επολογήθην ο Ιωάννης και του είπεν: «Τέκνον Σωφρόνιε, φίλε μου έμπιστε και ζηλευτέ, σήμερα καμμίαν εργασίαν δεν έπραξα. Μήτε μισθός μου πρέπει.
Κάθομαι εδώ από το πρωϊν, κανένας δεν εφάνηκε, να διακονήσω, να χαρώ, αγάπη να του δώσω. Η λύπη μου είναι περισσή. Κόπον εις τον Χριστόν δεν έπραξα κανέναν. Τίποτε δεν εξώφλησα, για τα που χρωστώ και που έπραξα, φτωχός εγώ ικέτης.»
Ο Σοφρώνιος, χωρίς σκέψιν πολλήν επολογήθην ο καλός για να τον γλυκάνει: « Σήμερα είναι μέρα χαράς, μεγάλε μου Δεσπότη. Να νιώθεις ευχαρίστησιν, ειρήνη και ευτυχίαν, για την ειρήνην που έφερες σ’ αυτήν την πολιτείαν. Έβγα στις στράτες για να δεις μικρούς, μωρά, μεγάλους. Κανένας πλέον δεν έχει έριδαν , κατηγορίαν. Μόνον ζουν χωρίς καυγά, το φθόνο, τα’ άλλα αγκάθια. Ωσάν άγγελοι σκέφτονται. Ωσάν άγγελοι ζούνε.» Εχάρηκε ο
Πατριάρχης και εχάθηκε ευθύς από την καρδιά του η αθυμία άπασα και επλημμύρισε όλος χαρά, ο ταπεινός, ο πράος, ο γλυκύτατος της Αλεξάνδρειας Πατριάρχης.
Εσήκωσε εις τον ουρανόν το ταπεινόν του βλέμμα και είπεν, μετά γνώμης γλυκιάς και δυνάμενης: « Ω Πλάστη μου που είσαι στα ψηλά, πολλά ευχαριστώ σε που αξίωσες τον δούλον σου τον αμαρτωλόν να επισκοπεί ποίμνιον καλόν. Επίσκοπος και ιερεύς αχράντων μυστηρίων.»
Η όμορφη θυγατέρα Παρέκβασιν αναγκαίαν ποιούμεν αγαπητέ αναγνώστη δια να διηγηθούμεν ιστορίαν που ανήγγειλεν ο άγιος Ιωάννης εις τους μπιστικούς του δια να τους δώσει να καταλάβουν το μεγάλον της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης κέρδος. Την ιστορίαν αυτήν την εδιηγήθηκεν ο Πατριάρχης εις την περίστασιν εκείνην που εσκανδαλίστηκαν οι οικονόμοι του , όταν έρχονταν οι προσφυγούδες της Συρίας καλοντυμένες και μες τα κοσμήματα στολισμένες και εδιακονούσαν βοήθειαν δια να ζήσουσιν εις την προφυγιάν.
Έλεγεν τους ο Ιωάννης : Ήταν μια νύχτα της Αμαθούντος με λίγην θαλάσσιαν δροσιάν και κρυφοπυράν και σαν εκοιμούμουν ήσυχος είδα μπροστάα μου καθαρά μιαν κορασιάν εστολισμένην και όμορφην με πρόσωπον ακτινοβολών περισσότερον και από του ηλίου την δόξαν. Είχεν στεφάνιν στα μαλλιά με της ελιάς τα φύλλα και τα κλαδιά ήταν καμωμένον. Κάποιος μου άγγιξεν εις το πλευρόν και εξύπνησα. Ήταν η κόρη που έβλεπα εις τον ύπνον μου. Αληθινή και φωτεινή σαν την εθώρουν και στον ύπνον μου. Εσκέφτηκα, εσυλλογίστηκα: μήπως είναι κόρη, είναι όραμα, είναι του Χριστού σημαίο ή είσαι του μισόκαλου μεγάλον πλανευτήριον;
Λέγω της: κόρη, ποια είσαι, πόθεν έρχεσαι και ποια είναι η αφεντιά σου; Και μες το αρχοντικό μας το τριμάνταλο, το σφιχταμπαρωμένο ήντα γευρεύεις κόρη μου; Δεν εφοβήθεις; Δεν εντράπηκες να έλθεις μέσα εδώ να με ενοχλήσεις τέτοιαν ώραν; Μέσα στο φως σαν ήταν, με εκοίταξεν και με χαράν και χαμόγελον ιλαρόν λέγει μου τα παρακάτω λόγια: «Εγώ είμαι κόρη παστρική, του βασιλιά γενιά. Πρωτόθρονη και πρωτοθυγατέρα του, κόρη του πολλοτιμημένη». Ευθύς εγονάτισα δια να την προσκυνήσω, να της αποδώσω την πρέπουσαν τιμή. Μου εξαναμίλησεν: «Αν με έχεις εις τον βίον σου σύντροφον και παραστάτην πολλά θα σε φιλέψω. Στο βασιλιά θεννά σε πάρω κι ευθύς θα σε αγαπήσει, θα σ’ έχει φίλον του καλόν περίτου από βεζύρην. Αγάπην έχει μου περισσήν, μεγάλην παρρησίαν απόκτησα τόσους χρόνους κοντά του. Εγώ περισσά εμίλησα για την αγάπην των πλασμάτων. Για το χατήριν μου εκατέβηκεν στην γην άνθρωπος να σώσει τους ανθρώπους, τα παιδιά του.
Χωρίς καιρό να χάσω εσηκώστηκα και εκίνησα μες το σκοτάδι δια την εκκλησία.
Εγκλυκοχάραξε και ξάφνου μπροστά μου εσυνάντησα άνδρα γυμνό, ημιθανή, τρέμοντα από το ψύχος. Πολύ τον ελυθήθηκε η καρδιά μου. Εγονάτισα σιμά του, τον εσκέπασα με το καλόν μου πανωφόριν. Άρχισεν σιγά-σιγά να συνεφέρνει και να με ευγνωμονεί με τα μικρά κουρασμένα του μάτια. Ακολούθησα τον δρόμον μου κρυώνοντας ολίγον. Προτού να φθάσω εις τον ναόν, μπροστά μου εφάνηκε άνδρας μες τα λευκά ντυμένος. Ένα πουγκίν
ολόπλουμον και ολόγιομον χρυσά μου έδωσε. Κωνσταντινάτα, νομίσματα της Ρωμανίας πλουμιστά.
Ευχαρίστως τα εδέχτηκα μα μέχρι να φτάσω στο πέρα στενό άλλαξα γνώμη και εσκέφτηκα να επιστρέψω να του τα δώσω πίσω, αφού χρεία δεν τα είχα. Μα άφαντος έγινε ο άνθρωπος που ήταν μες τα λευκά ντυμένος. Τότε ήταν που εκατάλαβα πως όραμα από τον Θεό αξιώθηκα ο ελεεινός εγώ να δω και δώρον Του μες τα χέρια μου να κρατώ ξημέρωμα μες τα στενά της Αμαθούντας.
Από τότε έτυχεν μου πολλές φορές να λάβω δώρον, παροχήν εκατονταπλασίονα της ελεημοσύνης που έδιδα εις τους φτωχούς, εις ορφανόν, εις χήραν και εις άλλον του Θεού πλάσμαν. Πολλές φορές ο Θεός ετήραν την υπόσχεσιν του να μου δίδει ανταπόδοσιν πολλαπλάσιαν των όσων εγώ ο αμαρτωλός εχορήγουν ως δωρεάν και ως βοήθειαν.
Ο διάκονος Δαμιανός
Πολύ εμερίμνα ο άνθρωπος του Θεού και δια την συμφιλίωση και την πολιτείαν των κληρικών και των ποιμένων. Μιαν ημεραν όταν άκουσε πως ένας διάκος ονόματι Δαμιανός δεν εσυμφιλιωνόταν με έναν άλλο δούλο του Θεού και εκρατούσε κακίαν, εγύρεψε από τοναρ χιδιάκονο με τρόπον εις την εκκλησίαν, καθώς Ελειτούργουν , να του δείξει τον διάκονον Δαμιανόν. Έτσι και έγινεν μα ο Πατριάρχης δεν εξήγησε σε κανέναν τι σκεφτόταν.
Όταν επλησίασεν ο Δαμιανός να κοινωνήσει και καθώς ήταν εις την πρέπουσαν σειράν , όπως ορίζει η τάξη , λέγει του Πατριάρχης: « Ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου και τότε ελθών αξίως μεταλάμβανε των αχράντων του αμνησικάκου Χριστού μυστηρίων».
Εντράπηκε τότε πολύ ο διάκονος και με όρκους πολλούς εσυμφώναν με τον Πατριάρχην πως θα συγχωρηθεί με τον αντίδικον του και δεν θα μνησικακεί πλεόν εις τον βίον του.
Όταν είδαν οι κληρικοί και οι ποιμένες του , πολύ εδιδάχτηκαν και εφοβούνταν μήπως πάθουν ωσάν τον καημένον τον διάκονον τον Δαμιανόν, όστις δια το γινάτιν του και τον εγωισμόν έπαθεν τέτοιον πάθημαν και ύστερα αναγκάστηκε να συνετιστεί.
O Πατριάρχης, τα συμβούλια και η μνήμη θανάτου
Σε μιαν επίσημην γιορτήν, μα και σε άλλες κατά την κρίσιν μου περιστάσεις, πιστεύω πως εγένοντο προς διδαχήν τα παρακάτω: Εισερχόντουσαν μέσα στο μεγάλο Συνοδικόν όπου ήταν πολλοί συναγμένοι. Και δούλοι και λαός , προύχοντες και οικονόμοι. Εισερχόντουσαν λοιπόν οι φιλόπονοι λεγόμενοι και έλεγαν , χωρίς ντροπήν εις τον Πατριάρχην: « Το μνήμα το της σης οσιότητος δέσποτα, ατελείωτον καθέστηκεν.
Επιτρέψη ουν η αγιοσύνη σου να τελειωθεί, διότι ουκ οίδεν ποίαν ώραν ο θάνατος έρχεται ». Το γενόμενον τούτο παράδοξον εσκέφτηκε και έπραξε ο άνθρωπος του Θεού δια να βρει αφορμήν ομιλίας και συντυχίας πνευματικής εις το Συμβούλιον και εις άλλας εορτάς. Έτσι εγινόταν αφορμή για μνήμη και μελέτη θανάτου, όπως εγινόταν και παλαιότερα εις την ενθρόνισιν των αυτοκρατόρων της Ρωμανίας.
Τότε που εισέρχονταν με τέσσερα ή πέντε κομμάτια μαρμάρου πολλών ειδών και χρωμάτων οι τεχνίτες και οι οικοδόμοι των τάφων και ερωτούσαν: « Ποίου μετάλλου κελεύει το μνήμα αυτού γενέσθαι το κράτος σου;» Είναι γι’ αυτό το περιστατικό που άκουσε ο Πατριάρχης και αποφάσισε να κάμει και αυτός το ίδιον και ακόμη διδακτικότερον. Ο Άγιος Ιωάννης και ο Όσιος Σεραπίων Εμελέτα και εδιάβαζε τις γραφές τις ιερές ο όσιος Ιωάννης.
Του άρεσαν , καθώς μαθαίνουμε, και οι βίοι των Αγίων Πατέρων και ιδιαιτέρως όσων εδούλευαν μισθωτοί εις τους κάμπους και τα άλλα χωράφια της ελεημοσύνης. Εχαίρονταν και έλαμπεν το πρόσωπο του Οσίου, όταν έλεγεν τα ιερά παθήματα και τα ευλογημένα έργα του αγαπημένου του Οσίου Σεραπίωνος του Σιδωνίου. Ο Σεραπίων έδιδεν πολλά.
Ό,τι μπορούσε και ό,τι κρατούσε. Έδωσε μια φορά το μαφόριν του και μέχρι να πάει περπατητός ολίγον πιο κάτω εσυνάντησε αδελφόν που εκρύωνεν. Έδωσεν και εις αυτόν το στιχάριν του. Έμεινε το Ευαγγέλιον παραμάσχαλα να τον φυλάει. Τότε κάποιοι τον ερώτησαν: « Τις σε απέδυσεν αββά;» Αποκρίθηκε ο ¨οσιος , κρατώντας και δείχνοντας το άγιον Ευαγγέλιον εις την δεξιάν του : «ούτος με απέδυσεν.»
Εις μιαν άλλην περίστασην αναγκάστηκε να πουλήσει το αγαπημένον του Ευαγγέλιον για να μπορέσει να ελεήσει εμπερίστατον αδελφόν του. Επίσκασεν ο μαθητής του το Ευαγγέλιον και ερωτούσε τον δάσκαλον του τι έγινεν. Αποκρίθηκε χωρίς φόβο ο Άγιος Σεραπίωνας: « Πίστευσον , τέκνον, αυτόν τον λέγοντα μοι ‘Πώλησον τα υπάρχοντα σοι και δος πτωχοίς. Αυτόν επώλησα και έδωκα αυτοίς ίνα εν ημέρα κρίσεως έχωμεν παρρησίαν προς αυτόν.
Σε μιαν άλλην περίστασιν για να βοηθήσει μιαν χήραν φτωχήν και ανήμπορην αποφάσισεν και την έπεισεν να τον πουλήσει εις κάτι μίμους ειδωλολάτρες. Τα κατάφερε ο Σεραπίωνας μετ’ ολίγας ημέρας να τους οδηγήσει εις τον δρόμον τον καλόν και τον ευλογημενον, αφού κατά πρώτον ελέησεν με τα πωλητήρια του την φτωχήν χήραν. Έμεινε και εθαύμαζεν ο Άγιος Ιωάννης και σύνδακρυς για την αρετήν και την δια Χριστόν σαλότητα του δούλου του Θεού Σεραπίωνος. Έλεγεν τα και με συγκίνηση εδιηγόταν τα θαυμαστά έργα του Σεραπίωνος εις τους διοικητάς και τους προύχοντας της Αλεξάνδρειας:
« Πόσον ωφέλιμον για τους δούλους του Υψίστου να μελετούν τους βίους των Αγίων Πατέρων. Ο Κύριος μου ο Χριστός μάρτυρας, αδελφοί. Ενόμιζα μέχρι σήμερα ότι έπραττα ολίγον τι. Οι διανομείς, οι ταπεινοί μου δούλοι και η ταπεινότητα μου, καθώς έδιδα ό,τι είχα και τα χρήματα που εκράταγα. Σήμερα, όμως, που έμαθα πως από την αγάπη, τη συμπόνοια, επωλούνταν , για να βοηθήσουν και ελεήσουν τους εν ανάγκη αδελφούς, δεν
ξέρω τι να πω και τι να απολογηθώ εις τον αφέντην μου τον Βασιλέα ημών Ιησούν Χριστόν.
Ο φτωχός υπηρέτης
Ένας από τους υπηρέτες του ήταν σε μεγάλη ανάγκη και δυσκολία. Εις εσχάτην εκατάληξεν φτώχεια. Δίχως να τον βλέπει κάποιος επροσπαθούσε να του δωρίσει δυο λίτρες χρυσού. Ο υπηρέτης αντιστεκόταν και έλεγε στον Πατριάρχη: «Εάν ταύτα δέξομαι δέσποτα ουκέτι έχω όψιν προσέχειν εις το τίμιον σου και αγγελικόν πρόσωπον». Μα ο Πατριάρχης με το καλόν και με ευλογημένην επιμονήν αντείπεν του μπιστικού του: «Δέξαι γαρ, φησίν, αδελφέ, ούπω το αίμα μου υπέρ σου εξέχεα ως ενετείλατο μοι ο Δεσπότης μου και πάντων Χριστός.»
Πρόσφυγες από τη Συρία
Έτρεχαν τα φτωχά παιδιά των γειτονικών πολιτειών στην Αλεξάνδρεια. Είχαν ακούσει και εγνώριζαν καλά για τον καλό Ιωάννη. Όταν έφτασαν στην όμορφη πόλη ανακουφίστηκαν.
Άνοιξε τις αγκάλες της η Εκκλησία του Χριστού. Πολλά εθυσίασαν οι μπιστικοί και οι διάκονοι για την περίθαλψιη και όλα όσα πρέπουν σε τέτοια περίσταση. Τις μέρες εκείνες αν περνούσες από τα πολλά σπίτια της Εκκλησίας θα’βλεπες πλήθος ανθρώπων μέσα στους ξενώνες, τα ευλογημένα πανδοχεία και τα λοιπά νοσοκομεία.
Τα κτίσματα αυτά είχαν κτιστεί από τους συνετούς Αλεξανδρινούς και ήταν αφιερωμένα στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν και στην αγάπην που οι λόγοι του επαρουσίαζαν.
Οικονόμοι πολλοί, νοσοκόμοι και ιατροί, με φροντίδα πολλή, μεριμνούσαν για τους άρρωστους , χωρίς να ζητούν πληρωμή. Πολλά χρήματα εδίδονταν και εις τους υγιείς άστεγους. Ήταν η περίσταση τέτοια και ο Πατριάρχης πρόσταξε να μην λυπηθούν οι οικονόμοι και να ενισχύσουν τα φτωχά και καταπονημένα τέκνα της Συρίας.
Έρχονταν , όμως, εις τα παγκάρια των ευλογημένων επιτρόπων κόρες πολλές στολισμένες με κοσμήματα όμορφα και ακριβά. Κοσμήματα που μόνον οι χρυσοχοί οι ξακουστοί της Συρίας ξέρουν να λεπτουργούν, με πλουμιά και στολίδια. Οι επίτροποι, υπάκουοι στους λόγους του Πατριάρχη, αδιαφορούσαν στην αρχή για τα δακτυλίδια και τα περιδέραια.
Ύστερα, όμως, έτρεξαν στον σοφόν Ιωάννη να του ειπούν τις σκέψεις και τις ενστάσεις τους.
Τόλμησαν μάλιστα να ζητήσουν ευλογία και προσταγή για να μην δίδουν βοήθειαν, όπου παρατηρούν πολλά χρυσά, ρούχα καλά και άλλα πολλά στολίδια.
Ο Πατριάρχης πολλά λυπήθηκε και είπε λόγον αυστηρόν και συμβουλήν εις τους οικονόμους. Να μην ανησυχούν για τα στολίδια και τα κοσμήματα. Να πράττουν κατάπως είναι προσταγμένοι, να ελεούν χωρίς λογισμούς και πονηριάν. Εξηγήσεις, ανακρίσεις και κουβέντες να αποφεύγουν για να μην στενοχωρούν τα παιδιά του Χριστού, τα φτωχά και δεδιωγμένα. Όσα δίνουμε, τους λέει ο Πατριάρχης, είναι του Χριστού και δεν έχομεν λόγον
να αρνούμαστε και να παραμελούμε την ελεημοσύνη. Να ελεούμε χωρίς φόβο και ο Κύριος θα οικονομήσει να μην στερηθούμε τα νομίσματα και τα χρυσά.
Όσοι είναι ταγμένοι να ακολουθούν οδόν φιλανθρωπίας , είναι καλύτερα να αφήνουν κατά μέρος την ολιγοπιστία. Έχει ο Θεός για τα κατοπινά. Δε θα στερέψουν της Εκκλησίας τα πουγκιά ούτε και οι προκοπάδες. Εκείνες τις μέρες ήταν στην πόλιν και ένας ξένος. Αυτός όταν είδε τις αγαθοεργίες του Πατριάρχη και των διακόνων… αποφάσισε να τον δοκιμάσει.
Έβαλε ρούχα παλιά, ντύθηκε ζητιάνος και καθώς ο Ιωάννης μιλούσε στους αρρώστους, κόντεψε και του είπε: « Ελέησε με γιατί ήμουν αιχμάλωτος και έχω πολλήν ανάγκην».
Ο πατριάρχης ευθύς διάταξε και του έδωσαν έξι νομίσματα. Ο ξένος τότε έτρεξεν και άλλαξε ρούχα και πρόφτασε τον Ιωάννην σε άλλο στενό και πάλιν εζήταν. Ο Πατριάρχης δίχως καθυστέρηση λέγει στον διαδότη: «Δώσε του έξι νομίσματα του ευλογημένου και πονεμένου τέκνου.» Όταν έφυγεν ο ξένος, ο διανομέας έσκυψεν και λέει κρυφά στον Πατριάρχην: «Δεσπότη μου είναι ο ίδιος που συναντήσαμε και στο νοσοκομείον. Έβαλεν
άλλα ρούχα και πήρε δυο φορές βοήθεια».
Ο Πατριάρχης δεν απάντησε. Προτού, όμως, νυχτώσει, ο ξένος ντυμένος, με άλλα ρούχα ζητούσε βοήθεια. Ο διαδότης έσπρωχνε τον Πατριάρχη με τρόπο για να του δώσει μήνυμα πως είναι ο ίδιος και ήρθε πάλι για ελεημοσύνη. Ο Ιωάννης χωρίς να σαστίσει, λέει στον βοηθό του: « Δώσε του δώδεκα νομίσματα, μήπως και είναι ο Πλάστης μας ο Χριστός και δοκιμάζει μας». Εθαύμασε ο οικονόμος και έδωσε στον ξένο και έφυγε και μπήγε στην πατρίδα του.
O Πατριάρχης και ο Κοσμάς ο δίγαμος
Τον καιρόν εκείνον εχρειάστηκε η Εκκλησία μας πολλά εις την Αλεξάντρειαν και για να συντρέξει τους πρόσφυγες της Συρίας, αλλά και εις την χώραν της Αιγύπτου ήταν πείνα μεγάλη. Ο ευλογημένος και πολυδύναμος ποταμός , ο Νείλος ο πολυδούλης , που ταΐζει ανθρώπους και κτήνη και του Θεού τα κτίσματα, δεν υπερχείλισε τον χρόνον που ομιλούμεν.
Ω, μεγίστη δυσκολία, τραγωδία και εμπόδιο για το λαό και τους άρχοντες, μα και για τον Άγιον, που με ατέλειαν και ανημπορίαν, ένεκα των παθών και των αμαρτημάτων μας, ανιστορούμεν τον βίον του και ομιλούμε για να ακούσουν όλοι οι γειτόνοι, οι γνωστοί και μακρινοί, οι ομόλαλοι και οι ομόθρησκοι ημών. Ο Άγιος έδωσεν πολλά, εχάρισε εδώ και κατά παντού προς ανακούφιση και βοήθεια των εν περιστάσει.
Τα μπαούλα, οι κασέλλες και τα χρυσόπουγκα της Εκκλησίας εμείναν χωρίς έναν φολερόν.
Θεέ μου και ο επίσκοπος ο Πατριάρχης έβαλεν τα παιδιά του, τους οικονόμους να μετρήσουν και τα χάλκινα και όλα τα ξενομερίτικα τα νομίσματα που εβρέθουντο και όλα κατά Θεόν τα εθυσίασεν για το καλό των φτωχών πλασμάτων που είναι , για να μην τα λησμονούμε, πολυαγαπημένα και πολυπλούμιστα τέκνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ηγαπημένου, του Φωτοδότη, του όντως Ελεήμονα.
Δεν εθυσίασε ο Πατριάρχης τα ταμεία της Εκκλησίας μόνον, μα αναγκάσθηκε να ποιήσει δανεισμόν πέραν των χιλίων λιτρών χρυσού και πάλιν δεν επαρκούσαν και η πείνα επλήθαινε λες και ήταν ακόρεστες και ατέλειωτες οι δοκιμασίες και οι κακοκαιρίες του χρόνου εκείνου περί του οποίου ανιστορούμεν. Ελυπόταν πολύ. Θλίψις μεγάλη εβάρυνε τους ηθλημένους και πεπειραμένους εις το καμίνιν των δοκιμασιών, ώμους του.
Ουδείς δεν εβρισκόταν για να τον δανείσει και η πείνα, η ασιτία του λαού επλήθυνε και το δάκρυ και το κλάμα των μωρών παιδιών πολύ επονούσαν την ψυχήν του. Τότε ένας δίγαμος πονηρός , ονόματι Κοσμάς που πολλά ήθελεν παρά τους κανόνας και τις παραδόσεις της του Χριστού Εκκλησίας να γίνει ιεροδιάκονος και λειτουργός του Υψίστου, αποφάσισε πως ήταν η ώρα η κατάλληλη να πραγματοποιήσει την σφαλερήν επιθυμίαν του.
Απόσωσεν νομίσματα μυριάδες και απέστειλεν εις τον Δεσπότην γράμμα. Εσκέφτηκεν ο δόλιος πως η διακονία είναι κάτι προς αγοράν, δημοπρασίαν και απέστειλεν επιστολήν και προσφοράν να το πλειοδοτήσει με χρήμαν , με χρυσόν και άργυρον περισσόν και μετρημένον. Με τον υιόν του που απέστειλεν, έταζε του Πατριάρχη χρυσάφιν εκατόν και άλλες πενήντα λίτρες και σίτον όμορφον από τα καλά χωράφια. Κιλά πολλά, αμέτρητα μιλιούνια, καθώς λέγουν οι ευλογημένοι της νήσου γεωργοί. Πολλές χιλιάδες μόδια σίτου χρυσού που θα χάριζαν άλευραν αρκετήν και καλήν δια άρτους
άκοπους και πολυτίμητους και ωφέλιμους για το αγαπημένον του ποίμνιον. Όταν εδιάβασεν ο τρισμακάριστος Πατριάρχης τον λόγον τον γεγραμμένον, που του έστειλε με τον υιόν του ο μέγας κτηματίας Κοσμάς , έστειλεν άνθρωπον έμπιστον του ο Άγιος να του μηνύσει να έλθει κάτι για να του ειπεί.
Όταν έφθασεν, του εμίλησεν ο Πατριάρχης και είπεν τα λόγια τούτα, καθώς τα γράφει εις το πεφωτισμένον βιβλίον του ο επίσκοπος της Νεαπόλεως ο Λεόντιος ο αγαθός και σοφός:
« Η μεν προσφορά σου πολλή και τω καιρώ αναγκαία, αλλ’ επίμωμος εστίν, και γινώσκεις ότι εν τω νόμω πρόβατον οίον δ’ αν ήν μέγα, ει μη άμωμον ην, εις θυσίαν ουκ ανεφέρετο, και δια τούτο ουδέ τη προσφορά του Κάιν προσέσχεν ο Θεός.
Ότι δε είπας, αδελφέ, ‘εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται’, περί του νόμου της παλαιάς είπεν ο Απόστολος. Επεί πως φησίν ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος ότι «όστις τελέσει πάντα τον νόμον, πταίσει δε ενί, γέγονεν πάντων ένοχος».
Και περί των πτωχών μου και αδελφών μου και περί των της Εκκλησίας, ο θρέψας αυτούς πριν γεννηθώμεν, εγώ και συ, αυτός Και νυν τρέφει αυτούς, μόνον εάν τους λόγους αυτούς ατρώτους διαφυλάξωμεν, ο γαρ τότε τους πέντε άρτους πληθύνας, δύναται και τα δέκα μόδια του ωρείου μου ευλογήσαι. Διο εκείνο λέγω προς σε τέκνον, το εν ταις Πράξεσι ειρημένον: « Ουκ εστιν μερίς ουδέ κλήρος εν τω μέρει τούτω.» Ο Κοσμάς , μετά από τα λεγόμενα του Πατριάρχη ,έφυγε κατηφής και άπρακτος, διότι δεν εκατάφερε να ξεγελάσει τον Άγιον.
Όταν εξήλθε από την πόρτα, νάσου και εισέρχεται απεσταλμένος από το λιμάνιν αγγελιαφόρος να του αναγγείλει το νέον το καλόν και το γλυκόν μαντάτον. Ήρθαν, έφτασαν τα καράβια της Εκκλησίας από την Σικελίαν, όπου ήταν απεσταλμένα για να φέρουν σιτάριν για τα πεινασμένα τέκνα του. Μόλις το άκουσεν ο Ιωάννης εγονάτισεν και είπεν εις τον Θεόν ευχαριστίαν: « Όντως , οι ζητούντες τον Κύριον και τους της Εκκλησίας κανόνας
φυλάσσοντες, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι ου στεναχώρησας τω δούλω σου εις χρήματα πωλήσας την χάριν σου.»
O δούκας, ο οφειλέτης και ο Πατριάρχης
Τον ίδιον καιρόν που ομιλούμεν και μνημονεύουμεν, ότε ο Νείλος με τα τερτίπια και τα γινάτια του πολύ εδυσκόλευεν τους γεωργούς, καθώς αργούσε να πλημμυρίσει. Εβρέθηκε , λοιπόν, έναν πλάσμαν του Θεού εις ανάγκην πολύ μεγάλην και αναζητούσε δανεισμόν από φίλον του εκλεκτόν δούκαν εις το αξίωμα.
Δυστυχώς ο αναφερόμενος δούκας ήταν εις τα έργα αμελής και δεν εγρηγορούσεν να του παραδώσει τα πρεπούμενα αργύρια και χρυσία να μην τον γυρεύουν εις τα στενά και να τον δυσκολεύουν με λόγια άπρεπα οι δανειστάδες μες τις πλατείες και τα καπηλειά της Αλεξάνδρειας.
Ο δούκας έταξεν του επειγόμενου αδελφού και καταπού φαινόταν είχεν εις τον νουν να του δώσει τα πρεπούμενα αργυρά και χρυσά. Εκαθυστερούσεν , όμως, και ένα μεσημέρι που δεν άντεχε άλλο ο άνθρωπος του Θεού αποφάσισε να μην απελπίζεται. Έπιασε τη στράτα και εκατέβηκεν εις τους τόπους του λιμανιού της πόλεως μαζί με άλλους πολλούς πονεμένους κοντά εις τον αξιοθαύμαστον Πατριάρχην , την τελευταίαν του ελπίδα.
Εστάθηκε εμπρός εις τον Πατριάρχην και άρχισε να του ανιστορά τα πάθια και τους καημούς του καθώς και των εισπρακτόρων τις κακοτροπίες. Πριχού τα λόγια να τελέψει ο απελπισμένος δούλος του Χριστού επολογήθην του ο Άγιος: «Δίδω σου τέκνον μου αν τα έχεις ανάγκην να γλυτώσεις από τους πολλούς τους πειρασμούς αυτής της κακοχρονιάς».
Ο Πατριάρχης κάθε φοράν που άκουγε πόνον και δοκιμασίαν να του ανιστορούν και περιστάσεις δύσκολες έμπαινε εις τη θέση δοκιμαζόμενου ανθρώπου. Έλαβεν ο άνθρωπος του Θεού τα αναγκαία και επήγε και εξόφλησε τους δανειστές και τους φοροεισπράκτορες.
Μα η ιστόρηση δεν τελειώνει την ώρα που ο στενοχωρούμενος άνθρωπος επήγε και επλήρωσε τους σκληρούς και άκαρδους δανειστές.
Την επομένην νύχταν ο συναφερόμενος δούκας είδεν όραμαν διδακτικότατον. Είδεν, λοιπόν, πως έστεκε απέναντι από ένα θυσιαστήριον. Εκεί εποιούσαν πολλοί προσφορές.
Έδιδαν μιαν και ελάμβαναν εκατόν. Κοντά του ήταν ο Πατριάρχης ο καλός. Τότε κάποιος άνθρωπος λέγει στο δούκα: « Κύριε Δούκα πάρε την προσφοράν και πρόσφερε την εις το θυσιαστήριον.»
Επειδή πολύ εδίσταζε ο Δούκας έτρεξε ο Πατριάρχης που ήταν πιο πίσω και την έλαβε και την επρόσφερε δια να λάβει , όπως όλοι οι άλλοι που εθυσίαζαν, άλλες εκατόν δώρον από το θυσιαστήριο. Πολύ εταράχτηκε ο Δούκας. Από το πρωίν εδιαλογίζετουν τι να σημαίνει το όραμα της νυχτός. Εν τω μεταξύ ενεθυμήθη τον πονεμένον φίλον του και έστειλε τον υπηρέτη να τον φέρει.
Μα όταν ήλθεν ο φίλος του δεν ελάμβανε τα ασημένια και τα άλλα χρυσά νομίσματα που του έδιδε. Επαραξενεύτηκε ο Δούκας μα επολογήθηκε ο φίλος του και λέγει του: Επρόλαβε ο Πατριάρχης μας ο Ιωάννης ο αγαπητός. Μέχρι να αναθυμηθείς , φίλε μου Δούκα τιμημένε, εκινδύνεψα να απελπιστώ. Μα ευτυχώς εφωτίστηκα και επήγα εις το λιμάνι και εσυνάντησα τον Πατριάρχη και πριχού τελέψω την παράκλησιν μου εμέτρησε τα χρειαζούμενα χρυσά και επήγα και επλήρωσα.»
Εγύρισεν προς τον φίλον του: « Φίλε μου αγαπημένε, συγχώρα με δια την στενοχωρίαν που σου επροξένησε η αμέλεια και η καθυστέρηση μου. Γνώριζε , όμως, πως ορθώς τα λέγεις.
Στ’ αλήθεια επρόκαμεν ο Πατριάρχης και αλοίμονον εις όποιον άνθρωπον, το καλόν λογαριάζει να πράξει μα αναβάλλει το και συλλογάται. Κάθησε, όμως, φίλε μου να σου ιστορήσω όραμαν που είδα εψές το βράδυν για την προσφοράν που ανάβαλλα και εβασάνιζα σε.» Εκάτσαν όλοι: Ο φίλος και οι υπηρέτες και είπεν τους ο Δούκας τι έπαθεν εις το όραμαν του.
Ο οργισμένος πτωχός
Ωφέλιμον και προς την αρετήν οδηγεί ημάς τους φτωχούς και φορτωμένους αμαρτίαν μεγίστην , το γενόμενον μιαν ημέραν εις τον περίβολον της μεγάλης εκκλησίας της βοήθεια εις νομίσματα φολερά. Ο μακάριος Ιωάννης εδιάταξεν να του δώσουν δέκα φολερά, μα ο φτωχός εγύρευεν περισσότερα και έλεγεν υβρισίες και ήθελεν περισσά να του δώσουν.
Ετυφλώθηκεν τότε από θυμόν ένας των οικονόμων και ετοιμάζετο να τον δείρει για να παραιτήσει τους κακούς λόγους και τις ύβρεις. Επρόφθασεν ο Πατριάρχης τον οικoνόμον του και έλεγεν εις τους λοιπούς της συνοδείας του και επετίμαν τους για την οργήν τους: « Αφήστε το πονεμένον τέκνον, το φτωχόν. Άνοιξε, τέκνον, το προχείριν με τα πολλά νομίσματα. Και χρυσά και αργυρά να πάρει όσον λογάριν θέλει ο φτωχός.
Εγώ υβρίζω με τις πράξεις και τους λόγους, τας αδυναμίας μου, εξήντα έτη συναπτά και δεν θα αντέξω τον λόγον τον απελπισμένον από αυτόν τον φτωχόν δούλον της ποίμνης μου.»
Έλαβεν ο υβριστής φτωχός και ρακένδυτος τα φολερά που ήθελεν και επήγεν εις την δουλειάν του. Εθαύμασαν και οι οικονόμοι την υπομονήν και την ταπείνωσιν του Πατριάρχου και ποιμένα τους.
Οι σύμβουλοι του Οσίου
Συμβούλους είχεν αρκετούς ο Άγιος Ιωάννης. Μέγιστοι τούτων οι δυο πεφωτισμένοι άνδρες, ονομαστοί τότε του λόγου χειριστές και των αληθειών μύστες. Τα ονόματα τους ήταν παντού γνωστά. Ιωάννης Μόσχος και Σωφρόνιος. Γενναίοι και ανδρείοι εις την πάλην μετά των αφρόνων και ακαθάρτων του Σεβήρου οπαδών. Κώμες πολλές και εκκλησίες εγλύτωσαν από τα θεριά του ψεύδους και της αποστασίας. Πολλά τους ηγάπησεν τους
θεόσοφους και πολυμορφωμένους φίλους και παραστάτες και συμβούλους του ο Άγιος.
Περί των ραθύμων κατά τη Θεία Λειτουργία
Όπως και στις μέρες μας , αγαπητέ αναγνώστη, βρίσκονται αδελφοί ράθυμοι και δίψυχοι και θέλουν να εξέρχονται του οίκου του θεού, πριχού τελέψει η Λειτουργία και η ακολουθία, είχαν εις την Αλεξάνδρειαν το αυτό σύστημα. Όταν ετελείωνεν η ανάγνωση του Ευαγγελίου υπό του διακόνου εβγαίναν έξω του ναού και αρχίζαν ιστορήσεις και αργολογίες και άλλες συναφορές.
Εγινόταν όχλος μέγας και αταξία εις τον περίβολον του ναού και αυτό δεν ανέπαυεν τον Πατριάρχην. Μιαν Κυριακήν όταν ετελείωσεν το ανάγνωσμα και προτού προλάβει ο διάκονος να κατεβεί του άμβωνος άρχισαν να εξέρχονται από το ναό. Τότε δεν έχασε καιρόν ο μακάριος και εβγήκε εις τον περίβολον και εκάθησε εν μέσω του όχλου.Εσυγχύστηκαν οι ράθυμοι αδελφοί και ερωτούσαν τον άγιον τι έπαθεν και εβγήκεν έξω του Ναού.
Απάντησεν ο Πατριάρχης και τους είπεν μεγαλοφώνως: «Παιδιά μου. Όπου τα πρόβατα ευρίσκονται της ποίμνης, είναι πρέπον να τα βλέπω και εγώ ο ποιμένας τους. Για μπαίνετε μέσα στο ναό και ακολουθώ σας, για μένουμε όλοι δαχαμαί εις τον περίβολον. Πάντως έχω στενοχωρίαν μεγάλην.
Κατέρχομαι του πατριαρχείου δια να χαρώ ημέραν Κυριακήν μετά των τέκνων μου εντός του ναού και τα τέκνα μου ραθυμούν και εξέρχονται εις τον περίβολον. Δεν μπορούσα , άραγε να τελώ την Λειτουργίαν εις το Πατριαρχείο με την ησυχίαν μου και τους λιγοστούς.
Έρχομαι , όμως, κοντά σας για την αγάπην και την ευλογημένην κοινωνίαν.» Όταν έκαμε δύο και τρεις φορές αυτήν την συναφορά ο μακάριος εσωφρονιστήκαν, εδιορθωθήκαν και πολλά εφοβούνταν να εξέλθουν του ναού προ της απολύσεως.
Οι αργολόγοι κατά τη Θεία Λειτουργία
Ύστερα από καιρόν εταιριάσαν μερικοί αμελείς και εσυζητούσαν μέσα στην εκκλησία την ώρα της Λειτουργίας. Ο πατριάρχης δεν ανεχόταν την αταξία και τους είπε να βγουν έξω με τα παρακάτω λόγια: «Έρχεστε τέκνα μου για να προσευχηθείτε και όχι για να αναγγέλλετε τα βιοτικά και άλλα. Εις το Ευαγγέλιο διδάσκει μας ο μακαριστός Ματθαίος: « Ο οίκος του Θεού, οίκος προσευχής κληθήσεται». Μην έρχεστε εις τον ναόν για να τον ποιήσετε
σπήλαιον αδίκων και ληστών και απίστων.»
Ο Όσιος και οι μοναχοί
Αγαπούσε και τους μοναχούς ο Ιωάννης και τους τιμούσε τα μέγιστα. Από τον καιρόν που ήταν λαϊκός εις την Αμαθούντα εσύναξε δυο τάγματα μοναχούς και τους έκτισε κελλιά στο γύρο δυο εκκλησιών που πολλά εγειτόνευαν. Ήταν αφιερωμένες η μία εις την Παναγία μας και η άλλη εις τον άγιον Ιωάννην. Έκτισε και τις δύο με δικά του νομίσματα χρυσά που τα είχεν ο άξιος κληρονομίαν από τους γονείς του.
Εντολήν άφησεν εις τους μοναχούς, έγνοιαν να μην έχουν καμμίαν για τα βιοτικά. Να επιμελούνται της προσευχής και των ακολουθιών και να τον μνημονεύουν εις τις λειτουργίες και τις αγρυπνίες και στις προσευχές εντός των κελλιών τους. Όλα τα χρειαζούμενα θα τα είχαν από τα χωράφια του τα πολλά που ε/ίχεν έξω ολίγον από την Αμαθούντα.
Εκροστήκαν του από τότε οι μοναχοί και πολλά επροκόψαν εις την προσευχήν και εις όλα τα έργα της αρετής. Έκθαμβοι στέκουμεν ομπρός εις τον βίον και τα έργα του Πατριάρχου που ήταν οσιότερος και ασκητικότερος πολλών ερημιτών και ασκητών. Εγεννήθηκε και ανετράφηκε εις πολιτείαν ξακουστήν.