Άμαν τζιαι εξεβηκα που τες Φυλακες της Χώρας για όσα έκαμα τα Οκτωβριανα είπα σαν εφτάσα στο χωρκόν πώς εννα ζιώ μακρά που τους αλυσους της Αγγλίας.Εκαμα κουπαθκια στο δάσος.Εκαμνα μέρες πολλές ναρκουμε στο χωρκόν.Ερκουμουν νύχταν.Ο γέρος μου είσιεν εννοιαν να μεν κάμω τίποτε τζιαι βάλουν με μες τη χαψην πάλε.Εβαλεν τον ταταν μου τον ευζωνα τζιαι εττεμπησιασεν με μεμπα τζιαι βάλω πάλε φωθκιά εις το πολλιτσιν τζιαι ριψω τες πορτες τους αλατοφυλακες.
Με τον τζαιρόν έκαμα πως ιλαρεψα μα εθκιάβαζα για την ελευθερία.Επεμπαμουν τζιαι τα κοπέλλια που καμαμεν στες Φυλακες σεφερκα τζιαι εμηνουσαν μου πως εθθα γονατισουμεν τζιαι ενναρτει το ποθουμενον.
Υστερις επήα στον πόλεμον εις την Ελλάδα εις τες Αθηνες τζιαι ύστερα που την εκπαίδευσην επολεμησα στα βουνά.Εφτασα πόξω τ Αργυροκαστρου.Μεαλες ιστορίες μιαλά βασανα.Εστραφηκα εις το χωρκόν το σαραντα πέντε.Ο τατας μου σαν είδεν τα τρία παρασημα ΕΛΟΥΘΗΝ του ΚΛΑΜΑΤΟΥ.Επαντρευτηκα τον άλλον χρόνον τζιαι εφκήκα στα κουπαθκια. Με τον γερον μου εβασιλεψαμεν εις το κουπαδιν....
Γενναρη του πενήντα ελαμνησαμε τζιαι οι τρεις που τον Ακαμα.Με τες μουλες για το χωρκόν.Ουλλη νύχτα ο τατας μου εκραεν τα μονοπαθκια τζιαι εμείς ταπισον.Επεζεψαμεν ξημερωμαν εις την Εκκλησίαν να υπογραψουμεν το Δημοψηφισμαν τ ονειρου μας.
Σαν ήρτεν η ώρα υπογραψεν ο αναδοχος μου Λοχιας Ταγματος Ευζωνων Μιχαηλης Ελληνας.Υστερις ο πατερας μου τζιαι ταπισον επκιαα την πέννα να γράψω.Σαν υπογραφα είδα τα ούλλα όμπρος μου ,τα δικαστηρια,τες χαψες τους αλυσους,τα σιόνια εις την Πινδον.
Τζιειπα που μέσα μου.Αν μεν είχα τούντονειρον ηνταπουταν να γιενώ.
Πόξω που την Εκκλησία εσταθημαν με τους άλλους χωρκανους τζιαι εψαλλαμεν τον εθνικό υμνον.Ο Έλληνας με το ναμιν αγκαλιασεν με.Τζι είπεν μου για πρώτην φοράν.Εξερα το που σε βαφτιζα πως ήτουν να με ρεξεις.Ελαλουσαν το τα μάθκια σου.Περκει τουλα ι στον εσού εννα ζησεις να χαρεις πουνναπαμεν εις την Μαναν μας την πολλαγαπημενην