Ήταν μια νυχτερινη περιπολία ρουτίνας στην κρυα χειμωνιατκη Λευκωσια του εξήντα εφτα. Οδηγούσα και ο μαστρε Παναγιώτης κάπνιζε σκέφτκός.
- Γεωργίου αμαν πκιάω σύνταξη να προσεχεις.Λόγια λλία.Αν ηζιώ να ρκεσαι να με ρωτας.Τούτος ο τόπος πκιον εγεμωσεν πα ιθκια. Εν ηξέρουμεν πκιος δουλευκει για πκοιον. Ακούεις...
- Ακούω μάστρε μα εσιεις ακόμα τρία χρονια...
- Που ξέρεις μπορει να φύω τζιαι νωρίττερα.
Ξαφνικά κάπου κοντα στο οχι λαλεί μου πάρκαρε ,κλειδωσε τζιαι ελα απέναντι να φάμεν κάτι..να κάμουμεν τζιαι έλεγχον.Εκλεισαν ούλλοι τζιαι εννα παραγγέλουν τωρα στο ξενύχτικον μαειρκον να φαν νυχτερινην μαειρκάν τζιαι καμμιαν σούππαν.
Όταν μπήκα στο μαγαζιν ήταν ηδη τραπεζομένος με τον Μιχαλάκην εναν από τους λλίγους φυλακες ασφαλείας της Λευκωσίας τότε.Πέρνουσε με μιαν μοτοσυκλέτταν ελεγχε τις βιτρίνες και αφηννε μιαν καρτούαν της εταιρειας μες την αναμεσιαν της κλειωμένης πόρτας.ήταν από τους πκιο σοβαρους του φίλους και πληροφοριοδότες.Ξεχωριζεν το κουτσομπολιον από το γεγονος που επιρεαζεν το κοινον καλον ελάλεν μου κατ ιδιαν μιαν νύχταν ο μάστρος μου.
Μα που τ αλήθκεια είδες τον ρε Μιχαλάκη...
Μα Πάναη τσαούς μου επεριπεξα σε ποττέ...
Επαντρέυτην μιαν κόρην νου πλουσίου που τη Λεμεσον τζιαι εμετακομίσαν εις την Χώραν τζιαι κάμνει δουλειες με κάτι κοπελλια της Κυβέρνησης.Αμαν τους είπα ρε μαν αντρέπεστε επολοηθήκαν μου .Ξύπνα Μιχαλάκη .έμεινες εις της παλλιους τζιαι ρούς.Τωρά εσσιει ριάλλλια πόκοφτα.
Ο μάστρος εσκοτείνιασε με τον τρόπον που σπάνια τον εθώρες.
Μα για όνομαν του Θεού .Τούτος με τες βιδωτες ππουνιες εσακκάτεψεν αθθρώπους αθώους.Εκλειώννεν υπαλλήλους τραπεζων μες τα στρογκ ρουμ τζιαι εκτύπαν σε τόπους χωρις σημάθκια αλλά έκαμνεν ζημιες .Πολλοι ελέαν πως ηταν σαν τον Σέιβορυ.Με συμβόλαιο χωρις ναν στρατιωτικοι ή Αστυνομικοι...
Ετρώαμεν τη σούππαν οι τρεις μας τζια ο μάστρος επαραμίλαν.
Μα σιουρα κάμνουν εμποριον μαζίν του....
ΚΆΜΝΟΥΝ ΚΆΜΝΟΥΝ ελάλεν ο φύλάκας τζιαι εδακρύζαν τα μμάθκια του