Είδα τους τζιαι τους θκυο νικητές να σιεπάζουν μες το παλλιόν τους διπλοκάμπινόν τες λαμαρίνες με τες φλαούνες τα κουλλούρκα τες τυρωτές του τόπου τους.
Μαζίν τζι οι θκυο τους στην προσφυγιάν ανηώσαν κοπελλούθκια.Επαντρέψαν εχαρήκαν αγγόνια.
Πάντα έτσι μέρες παν πανωρίς εις το φίλον τους το φούρναρην να ξηηθούν να πκιαν λαμαρίνες να πάρουν έσσω.Με το σιόν σιόν να τρίψουν να ζυμώσουν μονόβουλα να σπάσουν κόλιαντον να πλύνουν σταφίθκια.Με τον πρωτινόν τον τρόπον με τους παλλιους τους τρίφτες, τες σκάφες, τα μαρζατζια.
Μόλις επκιαν λλία ριάλλια στην προσφυγιά εγύρεψεν του σκάφην, τριφτην.Να ζυμώννουμεν ,για να ζήσουμεν ,να μεν ηξηάσουμεν τζιαι τη μυρωθκιάν τη γεύσην του ψουμιού των σιερκών μας ασσέν τζιαι μες το κάζιν.Ύστερις εφιλέψαν με το φουύρνάρήν .Έμάθαν του τρόπους ψήματα του Πενταδάκτυλου τζιαι τζείνος εψύννεν τους ποούλλα.
Τα χρόνια περάσαν οι νιοι, οι κορασιές εγεράσαν μα ο φουρναρής με τα άσπρα μαλλιά τζι οι φίλοι του που τα χώματα της Λαπήθου ,τερατσιές του τόπου.Πασκάζουν σαν πρέπει του πρεπού του παλιού τους καμπαναρκού του κάλλει ωραίου του Σταυρωθέντος δι ημάς και υμάς.
Σσιεπάστε τες καλά τζιαι ελάτε να πκιούμεν τον καφέν μας.
Άτε τζιαι καλόν Πάσκαν.Καλήν Ανάστασην.