Από την νύχτα τέλη εβδομήντα τρία αρχές εβδομήντα τέσσερα που πρόσεξα τους αμμόσακκους πόξω που την Κεντρικήν Αστυνομίαν της Λεμέσου κάτι ανάμεσα φόβου και ανησυχίας με κατέλαβε. Το ίδιο κι όταν είδα στο Μεσαιώνικό Κάστρο την τουρκική σημαία να κυματίζει προκλητικά.
Το ίδιο και όταν περάσαμε στην οδόν Αγκύρας και είδα Τούρκικα εθνόσημα σε κάτι στρατιώτες που περιφέρονταν πάνω κάτω. Κάτι σαν Φρουραρχείο πόλεως.
Καθόμασταν μικροί και μεγάλοι στο βαφείο του Κυρίου Αντρέα του Βλάσκου. Οι μικροί ακούγαμε τους μεγαλους να μιλούν με ένα τρόπο αλοιώτικο από την ημέρα της Εισβολής. Οι στρατεύσιμοι έλειπαν από τη γειτονιά. Κάτι ψιλά ακούγονταν για κάποιους που εποφύαν. Τότε ακουσα για πρώτη φορα τη λέξη λιποτάκτης. "Εννα μπλέξει αν τον κηρύξουν λιποτάκτη" άκουσα εναν που τους μεγάλους να ψιθυρίζει έναν δείλις.
Από τις δεκατέσσερεις του Αυγούστου. Δεύτερη εισβολή Ο μάστρε Αντρέας μου εξήγησε πως σκούρα πλέον τα πράματα. Πολλοί είχαν φύγει στα ορεινά χωρια. Σε παππούδες γιαγιάδες. Η γειτονιά δεν ήταν βέβαια έρημη μα ήταν σιωπητή. Δεν πολυκυκλοφορούσε κόσμος. Οι πλείστοι πατεράδες έλειπαν ως στρατεύσιμοι. Οι μεγαλύτεροι στην Πολιτική Άμυνα. Το ράδιο δεν έκλεινε. Δίψα για μια πληροφορία για κάτι ελπιδοφόρο. Μόνο που το κακό και τ άδικο μεγάλωνε...Ξημερώνοντας Δεκαπεντάουστος η Κύπρος βίωνετο φονικό και το άδικο.
Οι μανάδες μας ήξεραν ένοιωθαν πως ερχόταν μια λαίλαπα...ένα θανατικό..