Άμαν είσιες καλές λαμαρίνες πας το ποδήλατόν ήταν η χαρά σου να σσιζεις που μες τες λάντες μες τα γήπεδα του Αθηκαιδείου αφού εσυναές τα πόθκια σου τέλλια κέντρον έναν με τη μέσην του σκέλετού για ναν μηδενικές οι απώλειές σου ήτοι τα βρεμένα ποινάρκά του γκρίζού παντελονιού της στολής.Ύστερα εις το σκόλασμάν με συμμαχόν πάντα τις πλαθκιές λαμαρίνες εγένεσούν περίτου που αναβάτην μοτοσυκλέττας σε ειδικήν βρεμένην πίστάν.
Εζηλεύκαν σου όσοι εφκάλαν τις λαμαρίνες για να κάμνουν σηκώματα να τους θωρούν οι κορούες τζιαι όσοι είχαν ποδηλάταν επιρρεπή στο να πετάσσει λάσπές που πίσω
τζιαι να κάμνει μιαν καφέ λασπωμένην γραμμούαν ή γραμμάτσαν πανώ στο αδιάβροχόν ή στο μπλε σακκούιν το Τζετ, το καλόν.
Άλλοι πάλε μες τα νερά, μες τες λάντες εκάμναν του κόσμου τες πελλάρες .Ελαλούσαν σου.Είμαι που είμαι φουσκίν λουμίν αλλασπώσω τζιαι νάκκον πληννίσκώ τα τζιαι ξεννοιάζώ.Τούτοι οι παρέες απολαμβάννάν ασηλά τες μπόρες τζιαι τες ραντήες σσίλια τα εκατόν....