ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΤΗΣΙΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ, ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΥΜΠΟΛΙΤΗ ΜΑΣ ΓΝΩΣΤΟΥ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΩΣ Ο ΓΙΩΡΚΟΣ Ο ΑΡΚΟΝΤΗΣ.
Του Γιώργου Πετούση
Και ποιός του το ΄λεγε του Γιώρκου του Αρκοντή του μ. συμπολίτη μας, που από τη γέννα του γνώρισε την απόριψη και, όσο κανένας άλλος την χλεύη των περισσότερων συνανθρώπων του, πως σήμερα Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022, και για δεύτερη χρονιά, με πρωτοβουλία του Δήμου και στην ίδια την παρουσία του έντιμου Δημάρχου της πόλης μας κ. Νίκου Νικολαΐδη, του Αντιδημάρχου κ. Νεόφυτου Χαραλαμπίδη και του Αδάμου Κόμπου, Δημοτικού Συμβούλου, τόσο επίσημα θα τελείτο το μνημόσυνό του. Να συμπέσει να μνημονεύεται από τα πιο επίσημα εκλησιαστικά χείλη, από τον Μητροπολίτη μας Αθανάσιο, μαζί με το πρώτο μνημόσυνο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κηρού Χρυσοστόμου Β΄.
Δύο φιλάνθρωποι μνημονεύτηκαν σήμερα ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και ο πτωχός και περιφρονημένος Αρκοντής.
Το σύντομο κείμενο που ακολουθεί απόσπασμα από το ανέκδοτο μου αφήγημα "ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΠΟΛΗΣ"
[.....]
Ένας από αυτούς τους ζητιάνους, ο πιο εντυπωσιακός, που συνήθιζε κι ερχόνταν στο ανώγι μας, ήταν κι ο Γεώργιος Αρχοντής. Ο πιο γνωστός και πιο ξακουστός μ’ αυτό το παρατσούκλι, ζητιάνος αλλά και «τρελός» σε όλη την πόλη.
«Έλα Γιώρκο», του έλεγε η μάνα μου, «πέρασε μέσα. Θα σου βάλω σούπα που μόλις την μαγείρεψα, πρώτος να την δοκιμάσεις».
Ο Αρχοντής, πάντα χειμώνα - καλοκαίρι, πού να βάλει παπούτσια στα πόδια του, το συνήθισε και μια ολόκληρη ζωή, από τα παιδικά του χρόνια, ήταν ξυπόλυτος. Περπατούσε με γυμνά πόδια και με κείνες τις χοντρές, σκληρές, σαν παχιά σόλα, πατούσες του, δρασκελούσε σχεδόν καθημερινά το ανώγι μας. Καθώς ανέβαινε και έμπαινε στο σπίτι μας, στο φεγγαράτο του πρόσωπό, κουβαλούσε και κείνο το χαρακτηριστικό του χαμόγελο. Η μητέρα έτρεχε στην κουζίνα και αμέσως, «παραχένωνε» φαγητό και του έστρωνε τραπέζι. Σαν τέλειωνε το φαγητό και γάνωνε κυριολεκτικά το πιάτο του, έκανε το Σταυρό του και τον άκουγα που έλεγε στη μητέρα, με την καρδιά του, ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ύστερα, καθότανε μαζί μου κάτω στα μάρμαρα, γινόταν ένα μαζί μου, ξεχνιόταν στον κόσμο μου και μου έπαιζε. Και τι δεν έκανε, ο καημένος ο Αρκοντής, για να ανταποδώσει την καλοσύνη της μητέρας μου! Και τι δεν έκανε για να με διασκεδάσει και για να μ’ ευχαριστήσει!...
Να σκεφτείτε, είχε τη μοναδική ικανότητα και πιστεύω τη μοναδική χάρη – πω, πω, πώς τα κατάφερνε! – να μου παίζει μουσική … με τα χείλη του! Όταν ξεκινούσε είχε την ικανότητα να κατεβάζει, με το στόμα, όλες τις φωνές των φτερωτών του δάσους. Τις πέρδικες. Τα σκαρτίλια, τις καρδερίνες δηλαδή, τ’ αηδόνια και τις φωνές άλλων πουλιών. Κι εγώ, γι’ αυτή την αξιοσύνη του, έμενα κατάπληκτος και τον θαύμαζα και μάταια, είν’ αλήθεια, έκανα – προς πλήρη απογοήτευση μου - προσπάθεια να τον μιμηθώ. Κι’ αυτός, φανερά και έντονα ικανοποιημένος που τόσο περίφημα τα κατάφερνε, βλέποντας με να τον θαυμάζω, το απολάμβανε με την καρδιά του και διασκέδαζε πολύ μαζί μου που προσπαθούσα. Η πράξη του, να κάθεται κάτω και να παίζει μαζί μου, ήταν πιστεύω η αντιπροσφορά του. Ουσιαστικά υπήρξε το μεγάλο δικό του ευχαριστώ και το αντίδωρο του, για την καλή καρδιά και την απέραντη καλοσύνη της μητέρας μου.
Όμως από τις επισκέψεις του Αρκοντή στο σπίτι μας, σε κείνα τα παιδικά μου χρόνια, ανακαλώ στη μνήμη και κάτι άλλο. Όταν άλλες φορές μας εύρισκε μαζί με τη μητέρα να πεζοπορούμε και να πηγαίνουμε κάπου. Τότε έτρεχε κοντά μας. Μας σταματούσε και για να μας εκράσει και πάλι τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του και τη χαρά του που μας συναντούσε, και τι δεν έκανε για να μας ευχαριστήσει!.. Προπαντός σε μένα. Ερχόταν κοντά μου κι αφού γονατούσε, πάλι με το στόμα και με τα χείλια του, δεν παρέλειπε και μου ξαναέπαιζε, την τόσο όμορφη και σπάνια μουσική του! Ωστόσο, αυτόν τον ήρεμο και τον τόσο καλοσυνάτο άνθρωπο, τον Αρκοντή, όταν με διάφορα ενοχλητικά πειράγματα τα πειρακτήρια της πόλης, τον ενοχλούσαν και τον πείραζαν, τον έβλεπες πως από το θυμό, γινόταν θηρίο και αποκτούσε ένα άλλο εντελώς διαφορετικό και έξαλλο πρόσωπο.
[.....]