Ετούτη η δρόσος του φθινοπώρου βραδιάτικα σε ταξιδεύει και σε χαροποιεί για το παρόν.Σε ταξιδεύει σε χρόνους φτωχικούς .Σε μια απλότητά χαρμολύπης. Οι δρόμοι τα χωράφκια τέθκιον τζιαιρόν εγεμώναν μετά τις βροσιές κάτι λάντες μα κάτι λάντες μούσκος .Χάρμά οφθαλμών και χειρών και βρεμένων παπουτσιών τζιαι χάρτενών βαρκούων.Πάντα κάποιοι υπήρχαν στες γειτονιές στα σκολεία στα χωρκά που εκάμναν βαρκούες ,βάρκες μέτριες,βάρκές πολλά μεγάλες.Σχεδίες με σπάους τζιαι καλάμια. Φελλούς των δεντρών σκαλισμένους τζιαι με παννιά μιτσιά ......
Στην άκράν του εβδόμου Δημοτικού ελάντώνεν μια λιμνούα μεγάλη.Ολάκερη λιμνοθάλασσα.Κάτι τυχεροι είχαν πο ινούες πλάστικές ποτζείνες τις χρωματιστες που είχαν τα εγγλεζούθκιά τζιαι συχνά επετάσσαν τες.Έναν ζευκάριν τέθκιες ποινούες τζιαι ήσουν βασιλέας των χιλίων λιμνών της ενορίας άπασας ούλλων των φθινοπορινών νεροσυρμών των ποταμουθκιών των παραποτάμων των λάντων τχιαι των άκρων των πεζοδρομίων που είχαν πάντα διακοσμητικές πολυήμερες λάντες ελέω οικονομίας του δημαρχείου στην ασφαλτοστρωση των φτωχογειτονιών ιδιαιτέρως του Αη Γιάννή τζιαι του Χαράκη.
Τζι' ήταν μια ευτυχία για τους κατόχους τους εναν μαγικόν πράμαν να περπατας μες τα νερουθκια του Θεού μες τις λιμνούες της γειτονιάς σου να σε θωρούν ούλλοι που γυρόν
ποθαμμασμένοι τζι'ας ήσουν ο φτωχόττερος της γειτοννιάς.Τζειν την ώραν ήσουν ο πρίγκηπας των πριγκήπων ο κατάκτητής της οδού Τροόδους των παρόδων όλων τζιαι των τριών περιφερειακών χωράφών της παιδικής επικράτειας.Εκοντόστεκες τζιαι ελάλες Δοξα σοι ο Θεός τζχιαι χρόνια πολλά να διά του θκειού σου του μερακλή που τες ήβρεν πετάμενές επλυνεν τες καλά τζισι έφερεν σου τες χαμογέλαστος εδωκεν σου τες τζιαι γελόντα είπεν σου μόνον.Προσεχεν νακκόν γιατι χλιάζουν κάποτέ τζιαι αμαν τες χορτάσεις αήννε τζιαι τους άλλους να παρπατούν μεσεκαμμιάν λαντουάν να χαρούν τζιαι τζείνοι νάκκον.Ύστερις έφκαινέν πας την μοτόραν του να φύει τζιαι ετραούδαν σου.Σαν την αγάπην εν εσιει ρε λεβεντη μου.
Η αρχοντική μπι ες ε ι ακούετουν με τα πιτσιαλίσματα των ποινούων μες τη λάντα πόξω που το σπίτιν σου. Τζιαι εσύ εφωναζες γελόντα Ρε θείε δεεεε......Ο άρκοντσς εσηκωννεν το σιέριν του εσιερέταν ούλλον χαρά τζιαι ενα δάκρυν επλούμιζεν το παφίτικόν χαμόγελόν του.....