Βρακάν καλοσυνάτον γλυκομίλητον που μέτραν τους λόους του.Απόδειπνα εφευκέν νάκκον μακρα που την τερατσιάν που τρώαμεν τζιαι εστρώναμεν τη νύχτα τζιαι επέφταμεν.
Μιαν νύχταν χαλούππα χαλούππα εκλουθήσαμεν του εμεις οι μιτσιοι να δούμεν ήντα κάμνει.
Ήταν σ ενα ξήφωτον έναν αλώνιν μοναξιασμένον γονατιστός. Επροσευχετουν χαμηλόφωνα γλυτζιά. Αντράπηκα.
Επροσευχετουν τζιαι για μας.
Τζι εμείς οι πολλοπάητοι εκρυφοθωρούσαμεν.
Ένας βρακας γωνατιστος ,λουσμένος μεσσέναν αλλοσπως φως του φεγγαρκου.
Ωρες, ώρες ελάλεν εναν γρουσόν ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ
Είσιεν τζι ο Ακάμας τους γρουσαφένους, τους μαλαματικούς του ,τους πρωτινούς.