ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ... ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ «ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»
Σήμερα δεν είναι, το εικόνισμά Σου μαχαιρωμένο, Δέσποινα του Μαχαιρά.
Σήμερα σκίζει το ανόσιο μαχαίρι τη ζωντανή, μητρική Σου καρδιά.
Στο πέρασμα της καινούργιας Σου θλίψης
σκύβουν τα πεύκα και προσκυνούν.
Μυροφόρες του Επιτάφιου από τα δάκρυά Σου ευωδιάζουν.
Στις λαίμαργες παλάμες του Ιούδα
τριάντα κομμάτια ασήμι πέφτουν ένα-ένα.
Ακούγονται σαν σφυριά δαιμονικά πάνω σε σταυρό,
σαν πυρωμένα καρφιά που τρυπάνε τα τύμπανα της Ανθρώπινης ακοής
και ματώνουν αιώνια τη ζεστή μητρική σου καρδιά.
«Αμοιβή πέντε χιλιάδων λιρών»…
Ένας δούλος του Μονάκριβού Σου
πουλήθηκε σήμερα κι από τον Κύριό του πιο ακριβά.
Μια μάνα θα κλάψει το γλυκό της έαρ και μαζί ένας λαός.
Ασκητές της Λευτεριάς ήρθαν στη χάρη Σου, Δέσποινα του Μαχαιρά.
Δεν θυμιατίζουν μοσκολίβανο στην Άγια Σου εικόνα:
Λίγο μπαρούτι Σου φέρνουν κι ένα σώμα έτοιμο για το μαρτύριο.
Πάνω απ’ τη σεμνή τους σκήτη ανακλαδίζονται οι δάφνες
κι έχουν τις ρίζες βαθιά μες στη γη, στην καρδιά τους.
Στον παγωμένο χειμώνα του κόσμου
διστάζουν ν’ ανοίξουν οι μυγδαλιές.
Πολύ αργήσανε τόσες βδομάδες, τόσους χιονισμένους αιώνες.
Μα τώρα ο Μάρτης χαμογελά σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη,
το φως του αστράφτει σαν κρίνο Ευαγγελισμού
σε πρόσωπα, μαύρα, κίτρινα και λευκά.
Όλα είναι ανθρώπινα πρόσωπα, πηλός και πνεύμα,
γεννημένα να χαίρονται στη Λεύτερη άνοιξη του Θεού.
Σκεβρώσαν πια τα ξύλα των ζυγών από το αίμα, από τα δάκρυα, απ’ τον ιδρώτα.
Κι οι μυγδαλιές του Μαχαιρά άνοιξαν άτρομες κι αδίσταχτες
Τ᾽ ανθοπέταλα στον ήλιο της Λευτεριάς.
Όσοι ζήσουν θα γευτούνε αμύγδαλα.
Μόσκος αιώνιος και σάβανο τ᾽ ανθοπέταλα για τους άλλους
Βουίζει μα όχι μελισσολόι μεθυσμένο για πρώιμους ανθούς.
Σιδερένια κοράκια θανάτου φτερουγούνε,
κράζοντας για τα νιάτα που ανθίζουν και κάτω απ’ τη γη.
Σήμερα όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν.
Η ψυχή με το σίδερο αντιμετριέται και θα νικήσει η ψυχή.
Άλλοι πρέπει να ζήσουν μα ένας πρέπει να πεθάνει.
Ένας πρέπει πριν απ᾽ τη μάχη
να στερνοχτενίσει σαν Λεωνίδας τα μαλλιά του,
μόνος χωρίς τους τριακόσιους,
να χαιρετήσει τον ήλιο σαν καινούργιος Αίαντας
κι ύστερα να φωνάξει του Χάρου που προσμένει:
— Μολών Λαβέ!
Μαχαιρωμένη Παναγιά, ξανάδες τέτοιο τάξιμο;
Ξανάλιωσε στη Χάρη Σου λαμπάδα τέτοιο μπόι;
Ξανάκουσες δυο λέξεις να σκεπάζουν τες βροντές;
Είδες ένα χαμόγελο να περγελά τέτοια πλημμύρα αρμάτων;
Δεν έχω στόμα να τραγουδήσω, δεν έχω χέρια να ρίξουν δροσιά.
Από τόπο φωτεινό, από τόπο χλοερό.
Θανάση Διάκο, τραγούδα και στείλε δροσιά των ουρανών.
Και δες καιρό που διάλεξε να ’ρθει κοντά σου τέτοιος Σταυραητός
και δες καιρό που διάλεξε ν᾽ ανάψει μια λαμπάδα,
τώρα που ο ήλιος παίζει το στερνό κρυφτό με τη βροχή,
τώρα που τα κυκλάμινα καλημερίζουνε τες ανεμώνες,
που και τ᾽ αγκάθια ανθοφόρεσαν για το πανηγύρι των πουλιών.
Φλογισμένο χορό σέρνει με τους αιώνες.
Μαζί του καίγονται τα δένδρα μας μα όχι η ελπίδα μας.
Μια μάνα δεν τον κλαίει μα χιλιάδες,
μυριάδες βρήκε αδερφούς της Λύσης ο μοναχογιός.
Δροσοπηγές της Πιτσιλιάς που αγγίξανε τα χείλη του,
Χιονίστρα που τα χιόνια σου λιώσανε στη ματιά του,
χαροκαμένα κέδρα κι αγρινά, φίλοι της μοναξιάς του,
αγριοπερίστερα που ταξιδεύατε τους λογισμούς του,
κι εσείς κομμένες κερασιές του Πεδουλά που σας αρνήθηκαν ανθό,
πέστε το «χαίρε» στον Λεβεντονιό που δεν θα ξαναδείτε.
Το Σταυροβούνι αγνάντια κλαίει και καμαρώνει.
Μένουν τ’ αητόπουλα που πότισε αθάνατο νερό,
που γύμνασε να φτερουγούν κατάντικρυ στον ήλιο
μ᾽ ολάνοιχτα τα μάτια τους δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο
αντιμετρήθηκε και νίκησε η ψυχή μας.
Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο στου Χάροντα στα χέρια
γνωρίσαμε την όψη που με βια μετράει τη γη.
«Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις»
κι’ εμείς με τη σφεντόνα και το ψαλτήρι του Δαυίδ.
Στους Λυσιώτικους κάμπους πέθαναν στο χώμα
οι σπόροι του σιταριού,
μ’ αναστήθηκαν σε φύτρα που πάνε για ολόγιομα στάχια.
Στα μαρμαρένια αλώνια όπου παλέψαμε
θ’ αλωνίσουμε το λιγοστό μας σιτάρι μα όχι πια για τους κουρσάρους.
Θα ᾽χουμε για τα παιδιά μας ψωμί, για την Κυριακή αντίδωρο,
και για μνημόσυνο της Λεβεντιάς στους αιώνες των αιώνων.