Σήμερα εορταζει ο Άγιος Άντρε Ι Ρουμπιλοφ ο εικονογραφος.Ας τον τιμησουμε και ας θυμηθουμε τον Άντρε Ταρκοφσκι. Τολμησε να τον βιογραφησει σε καιρους δυσκολους.
ΑΝΤΡΕ Ι ΡΟΥΜΠΛΙΟΦ ΚΑΙ ΑΝΤΡΕ Ι ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ
Η δεύτερη του ταινία θα σημάνει την απαρχή μιας επίπονης περιπέτειας με τα κοντόθωρα βλέμματα της πολιτιστικής γραφειοκρατίας.
Ο «Αντρέι Ρουμπλιώφ» (1966), μεγάλη ασπρόμαυρη ταινία (η διάρκεια της φτάνει τις τρεις ώρες και δεκαπέντε λεπτά) επιχειρεί μια ζωγραφική απεικόνιση της Ρωσίας του 15 ου αιώνα, καθώς ο ονομαστός αγιογράφος περπατεί στον ιστορικό χρόνο με τα βήματα του σεναρίου που επινόησε, με τη βοήθεια του σκηνοθέτη, ο Αντρέι Μιχάλκωφ (ή Κονσταλόφσκι).
Αριστούργημα πολυεπίπεδο είναι συνάμα και «μια διερεύνηση πάνω στη νομιμότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μέσα σ’έναν κόσμο που τον λυμαίνεται η βία».
Στην ταινία ο μοναχός Ρουμπλιώφ είναι ένας αυθεντικός άνθρωπος και όχι μια επίπλαστα φτιασιδωμένη ζωγραφιά. Τίποτα από τον ήρωα του Ταρκόφσκι δεν προδίδει επιχρίσματα τελειότητας. Άνθρωποι φαρισσαϊκά επιχρυσωμένοι δεν παρουσιάζονται σε κανένα πλάνο της ταινίας. Όλα συγκλίνουν σε «μια δυναμική ανθρωπολογία του προσώπου, που κινείται απ’ τον Άδη ως την Ανάσταση, κι όπου οι άγιοι κι οι μοναχοί συνορεύουν με τους τιποτένιους και τους αμαρτωλούς».
Έτσι η ταινία, που λειτουργεί και ως παρουσίαση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα από τη ζωή ενός μοναχού, δεν μπορεί να αρνηθεί την παρουσία του πειρασμού. Στην παραδοχή της ύπαρξής του, ο σκηνοθέτης δεν παραπέμπει και δεν περιπλέκεται σε σύνδρομα και ενοχές, δεν επιχειρεί ψυχολογικές εξηγήσεις και συναρτήσεις. Για τον Ταρκόφσκι οι πειρασμοί είναι «αυτό που ο Ντοστογιέφσκι ανακάλυψε στους βαρυποινίτες της Σιβηρίας, η ανθρωπιά ως καθολική βίωση του μυστηρίου του ανθρώπου, το ότι είναι ο κάθε άνθρωπος (κι όχι μόνο οι κακοί) ένας κακούργος, μα καλεσμένος στην αγιότητα».
Με ένα τάμα σιωπής και απάρνησης της τέχνης του, θα αντιδράσει στη λεηλασία του Βλαντιμίρ ο ζωγράφος Ρουμπλιώφ. Δεν θα τον αφήσει αδιάφορο ο γύρω κόσμος. Η αγάπη του δεν έχει ψυγεί, γι’αυτό και θλίβεται μπροστά στην κτηνωδία, τα βασανιστήρια, τις λεηλασίες. Η σιωπή του, που είναι μια θέση, ένας υπόκωφος θρήνος, θα σταματήσει κάποτε. Ένας μικρός χύτης καμπανών, ταπεινός κι αυτός δημιουργός, θα του ξαναδώσει την πίστη του στην τέχνη, τη δημιουργία. Η βία δεν πρέπει και δεν μπορεί να σταματήσει μια απ’ τις πιο αυθεντικές εκφράσεις της αγάπης, τη δημιουργία.
Αυτή η φανταστική προσωπογραφία κρύβει, πέρα από την αισθητική της αρτιότητα, ένα μεγαλείο, που σπάνια συναντούμε, στην τέχνη του αιώνα μας.
Κάπου πίσω απ’ την πλοκή της ταινίας, ο σκηνοθέτης καταγράφει μια άγνωστη πραγματικότητα, την αγιότητα ενός ανθρώπου. Τη ζωγραφίζει λιτά με δύο μονάχα χρώματα, έτσι όπως την αποθανάτισε με το λόγο στο βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο».
«Ο καλόγερος ο Ρουμπλιώφ, κοιτούσε τον κόσμο με απροστάτευτο, παιδικό βλέμμα, και κήρυσσε την αγάπη, την καλοσύνη και τη μη βίαιη αντίσταση στο κακό. Και μολονότι η μοίρα τον οδήγησε να δει τις πιο βάναυσες, τις πιο σαρωτικές μορφές της βίας που εξουσίαζε τον κόσμο και τον οδήγησε στην απογοήτευση, στο τέλος επέστρεψε στην ίδια την αλήθεια, ανακάλυψε πάλι για τον εαυτό του την αξία της ανθρώπινης καλοσύνης, της άδολης αγάπης, που δεν λογαριάζει το κόστος – του μόνου δώρου που μπορούν να προσφέρουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο».