الثلاثاء, تشرين2 5, 2024

O Πατριάρχης και ο Κοσμάς ο δίγαμος

O Πατριάρχης και ο Κοσμάς ο δίγαμος

Τον καιρόν εκείνον εχρειάστηκε η Εκκλησία μας πολλά εις την Αλεξάντρειαν και για να συντρέξει τους πρόσφυγες της Συρίας, αλλά και εις την χώραν της Αιγύπτου ήταν πείνα μεγάλη. Ο ευλογημένος και πολυδύναμος ποταμός , ο Νείλος ο πολυδούλης , που ταΐζει ανθρώπους και κτήνη και του Θεού τα κτίσματα, δεν υπερχείλισε τον χρόνον που ομιλούμεν. Ω, μεγίστη δυσκολία,
τραγωδία και εμπόδιο για το λαό και τους άρχοντες, μα και για τον Άγιον, που με ατέλειαν και ανημποριάν, ένεκα των παθών και των αμαρτημάτων μας, ανιστορούμεν τον βίον του και ομιλούμε για να ακούσουν όλοι οι γειτόνοι, οι γνωστοί και μακρινοί, οι ομόλαλοι και οι ομόθρησκοι ημών.

Ο Άγιος έδωσεν πολλά, εχάρισε εδώ και κατά παντού προς ανακούφιση και βοήθεια των εν περιστάσει. Τα μπαούλα, οι κασέλλες και τα χρυσόπουγκα της Εκκλησίας εμείναν χωρίς έναν φολερόν. Θεέ μου και ο επίσκοπος ο Πατριάρχης
έβαλεν τα παιδιά του, τους οικονόμους να μετρήσουν και τα χάλκινα και όλα τα ξενομερίτικα τα νομίσματα που εβρέθουντο και όλα κατά Θεόν τα εθυσίασεν για το καλό των φτωχών πλασμάτων που είναι , για να μην τα λησμονούμε, πολυαγαπημένα και πολυπλούμιστα τέκνα του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ηγαπημένου, του Φωτοδότη, του όντως Ελεήμονα.

Δεν εθυσίασε ο Πατριάρχης τα ταμεία της Εκκλησίας μόνον, μα αναγκάσθηκε να ποιήσει δανεισμόν πέραν των χιλίων λιτρών χρυσού και πάλιν δεν επαρκούσαν και η πείνα επλήθαινε λες και ήταν ακόρεστες και ατέλειωτες οι δοκιμασίες και οι κακοκαιρίες του χρόνου εκείνου περί του οποίου ανιστορούμεν. Ελυπόταν πολύ. Θλίψις μεγάλη εβάρυνε τους ηθλημένους και
πεπειραμένους εις το καμίνιν των δοκιμασιών, ώμους του. Ουδείς δεν εβρισκόταν για να τον δανείσει και η πείνα, η ασιτία του λαού επλήθυνε και το δάκρυ και το κλάμα των μωρών παιδιών πολύ επονούσαν την ψυχήν του.

Τότε ένας δίγαμος πονηρός , ονόματι Κοσμάς που πολλά ήθελεν παρά τους κανόνας και τις παραδόσεις της του Χριστού Εκκλησίας να γίνει ιεροδιάκονος και λειτουργός του Υψίστου, αποφάσισε πως ήταν η ώρα η κατάλληλη να πραγματοποιήσει την σφαλερήν επιθυμίαν του.

Απόσωσεν νομίσματα μυριάδες και απέστειλεν εις τον Δεσπότην γράμμα. Εσκέφτηκεν ο δόλιος πως η διακονία είναι κάτι προς αγοράν, δημοπρασίαν και απέστειλεν επιστολήν και προσφοράν να το πλειοδοτήσει με χρήμαν , με χρυσόν και άργυρον
περισσόν και μετρημένον.

Με τον υιόν του που απέστειλεν, έταζε του Πατριάρχη χρυσάφιν εκατόν και άλλες πενήντα λίτρες και σίτον όμορφον από τα καλά χωράφια.

Κιλά πολλά, αμέτρητα μιλιούνια, καθώς λέγουν οι ευλογημένοι της νήσου γεωργοί. Πολλές χιλιάδες μόδια σίτου χρυσού που θα χάριζαν άλευραν αρκετήν και κμαλήν δια άρτους άκοπους και πολυτίμητους και ωφέλιμους για το αγαπημένον
του ποίμνιον.

Όταν εδιάβασεν ο τρισμακάριστος Πατριάρχης τον λόγον τον γεγραμμένον, που του έστειλε με τον υιόν του ο μέγας κτηματίας Κοσμάς , έστειλεν άνθρωπον έμπιστον του ο Άγιος να του μηνύσει να έλθει κάτι για να του ειπεί. Όταν έφθασεν , του εμίλησεν ο πατριάρχης και είπεν τα λόγια τούτα, καθώς τα γράφει εις το πεφωτισμένον βιβλίον του ο επίσκοπος της Νεαπόλεως ο Λεόντιος ο αγαθός και σοφός: « Η μεν προσφορά σου πολλή και τω καιρώ αναγκαία, αλλ’ επίμωμος εστίν, και
γινώσκεις ότι εν τω νόμω πρόβατον οίον δ’ αν ήν μέγα, ει μη άμωμον ην, εις θυσίαν ουκ ανεφέρετο, και δια τούτο ουδέ τη προσφορά του Κάιν προσέσχεν ο Θεός. Ότι δε είπας, αδελφέ, ‘εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται’, περί του νόμου της παλαιάς είπεν ο Απόστολος. Επεί πως φησίν ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος ότι «όστις τελέσει πάντα τον νόμον, πταίσει δε ενί, γέγονεν πάντων ένοχος». Και περί των πτωχών μου και αδελφών μου και περί των της Εκκλησίας, ο θρέψας αυτούς πριν γεννηθώμεν, εγώ και συ, αυτός Και νυν τρέφει αυτούς, μόνπον εάν τους λόγους αυτούς ατρώτους διαφυλάξωμεν, ο γαρ τότε τους πέντε άρτους πληθύνας, δύναται και τα δέκα μόδια του ωρείου μου ευλογήσαι. Διο εκείνο λέγω προς σε τέκνον, το εν ταις Πράξεσι ειρημένον: « Ουκ εστιν μερίς ουδέ κλήρος εν τω μέρει τούτω.»

Ο Κοσμάς , μετά από τα λεγόμενα του Πατριάρχη ,έφυγε κατηφής και άπρακτος, διότι δεν εκατάφερε να ξεγελάαει τον Άγιον. Όταν εξήλθε από την πόρτα, νάσου και εισέρχεται απεσταλμένος από το λιμάνιν αγγελιαφόρος να του αναγγείλει το νέον το καλόν και το γλυκόν μαντάτον. Ήρθαν, έφτασαν τα καράβια της Εκκλησίας από την Σικελίαν, όπου ήταν απεσταλμένα για να φέρουν σιτάριν για τα πεινασμένα τέκνα του. Μόλις το άκουσεν ο Ιωάννης εγονάτισεν και είπεν εις τον Θεόν ευχαριστίαν:

« Όντως , οι ζητούντες τον Κύριον και τους της Εκκλησίας κανόνας φυλάσσοντες, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι ου στεναχώρησας»

Listen Live