Ο Πατριάρχης είχεν έναν ανιψιόν ονόματι Γεώργιον. Ο Γεώργιος εφιλονίκησεν με έναν κάπηλον καταμεσίς της αγοράς και επροσβάλτηκε και εθύμωσε για την αγένεια και την αθλιότητα του κάπηλου. Επήγε εις τον Πατριάρχην σύνδακρυς και πονεμένος και δεν μπορούσε να από το παράπονο του να ομιλήσει , να εξηγηθεί με τον Άγιον για τα συμβάντα και την πολλήν αχαριστίαα του καπήλου της αγοράς.
Με λόγους γλυκούς εκατάφερεν τον ο Πατριάρχης ο καλός να κατευνάσει τον θυμόν του: « Πώς και εμπόρεσε, γιέ μου , να ανοίξει το στόμα του να σου αντιμιλήσει; Πίστεψε , γιέ, μου πως θα του κάμω σήμερα ένα μάθημα που θα μείνει
ποθαυμαζόμενη και πολλά θα παραξενευτεί η Αλεξάνδρεια ολάκερη ». Όταν είδε πως εσυνέφερε ο ανηψιός του και έδιωξε τη λύπη από την ψυχήν του….Ενόμισεν ο Γεώργιος πως ο θείος του ο Πατριάρχης θα φωνάξει τον οικονόμον, θα τον διατάξει
να πάει εις την αγοράν και να προσβάλει τον κάπηλον. Ενόμισεν πως θα μαστιγώσουσιν τον κάπηλον και θα τον προσβάλουν μες το πλήθος της αγοράς της Αλεξάνδρειας.
Μα ο Πατριάρχης εσυνέχισε τους λόγους του, αφού με αγάπην τον εφίλησε: « Γιέ μου, αν είσαι στ’ αλήθεια ανηψιός μου, να καταφέρεις να είσαι έτοιμος για πολλές προσβολές, και για ξυλοδαρμόν από τον τελευταίον δούλον, από τον καθέναν
άνθρωπον, διότι η συγγένεια μας δεν αγρωνίζεται από το αίμαν, αλλά από την αρετήν και την ομορφιά της ψυχής.
Όταν έφτασεν εις το Πατριαρχείον ο επάνω των καπήλων επιστάτης, του έδωσε παραγγελιά να μην εισπράττει « μήτε δημόσια, μηδέ ενοίκιν εκ του εργαστηρίου αυτού, ήν γαρ και αυτό της αγιωτάτης εκκλησίας». Και όλοι έμειναν
έκπληκτοι μπροστά στη μεγαλοκαρδίαν και την μεγαλοψυχίαν και τη συγχωρητικότητα του Πατριάρχη. Έτσι εκατάλαβαν τι εσήμαινε ο λόγος: « Θα του κάμω σήμερα έναν μάθημα που θα μείνει ποθαυμαζόμενη η Αλεξάνδρεια ολάκερη».
Αντί να τον πληρώσει με εκδίκηση επλούμησε τον κάπηλον μετά μεγάλη ευεργεσίας.