Το ποταμούιν όπως έκατηφόριζές που την κατζιελλόπορταν των ποδηλάτων του Στ Γυμνασίου με τις πρώτες ή τις δεύτερές βροσιές εκατέβαζέν έναν νερούιν αργόν έναν ρυάκιν μελένιον για ούλλα τα ποδήλατα να ρέσσείς που μέσα ωσαν σκιέρ του νερού να αφήννεις τη μιτσιαν τρικυμίαν των λαστίχων σου. Ήταν τζιαι κάτι θαυμαστές των λάντων τζιαι των ποταμουθκιών που μιαν ερέσαν ποτζει που το σκολειον μιαν έρκουνταν ποδά στη μερκάν του Αθηναιδείου τζιαι ξανά που την αρκήν ωσπου καμμιάν φοράν εβουρούσαν πολλά εχλιαζέν ο τροχός αναγκαζουντάν να πατήσουν μες το νερόν να μεν ηππέσουν τέλλια μέσα να γινούν παπούθκιά τζιαι να ακούούν τον εξαψαλμόν εσσω για τα χαίρκά τους με τα ποδήλατα τζιαι τις λάσπες.
Έτσι αφού εβρέχάν καμπόσον τα παπούτσιά επκιάννάν τη στράταν πάλε ούλλον λάντες τζιαι λιμνούες να παν στη γειτονιάν τους να πουν ήντα ραλλύστες ήταν μες σε έναν ποταμόν χείμμαρόν τζιαμέ στο Αθηναίδειον . Ήντα ακροβάτες ποθαμμαζόμενοι μες τις γειτονιές τους πλουσίους μες σε κάτι λίμνες καναδέζικές περίτου που τα ράλλυ σσίλιων λιμνών.
Ό ι πέτε μου πόσον κόστός είχαν τζείνα τα όνειρά τα βροσιηνά με τες ραντιές τες αντινάχτες τες ψιχάλλές που επλουμίζαν τα ποδήλατα τζιαι τα ρούχα μας έναν τζιαιρόν καλόν τζιαιρόν ούλλον αγάπην τζιαι χαμογελόν ευγενικόν μελένιον.
Πρόσεχε εννά χλιάσεις ναππεσεις μες τες λάσπες
Με φοάσαι κόρη περνά μου
Έλα περασμού τζιαι το δικόν μου το ποδήλατόν
Μετά χαράς. Χαλώ σου χαττήρι αρχόντισσα του Στ Γυμνασίου