Με βάση αυτές τις απόψεις, εκπόνησα πριν από ένα περίπου χρόνο μια μελέτη που είχε τίτλο «Οι σχέσεις Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων και η σημασία τους για το εθνικό μας θέμα».
Η μελέτη αυτή διαβιβάστηκε μεταξύ άλλων και στον τότε αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, στρατηγό Παναγιώτη Μαρκόπουλο, που μου έγραψε από την Αθήνα τον περασμένο Φεβρουάριο ένα γράμμα αρκετά ενδιαφέρον, αποκαλυπτικό και χρήσιμο.
Με την ευκαιρία αυτή το δίνω στη δημοσιότητα – με την άδειά του – και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Κρίνω ότι οι απόψεις του στρατηγού Μαρκόπουλου είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες γιατί κατά τη διάρκεια της μακράς και ευδόκιμης υπηρεσίας του στην Κύπρο επετέλεσε έργο αξιόλογο και η προσφορά του τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η φωνή του στρατηγού Μαρκόπουλου από την Αθήνα είναι κραυγή αγάπης αλλά και αγωνίας, εγερτήριο σάλπισμα αλλά και κάλεσμα αφύπνισης και επαγρύπνησης απέναντι σ’ όλους τους ποικιλώνυμους εχθρούς μας.
Το γράμμα του στρατηγού Μαρκόπουλου
Παραθέτω πιο κάτω αυτούσιο το γράμμα του στρατηγού Μαρκόπουλου:
Αγαπητέ κ. Μορφίτη.
Εύχομαι να είσθε πάντα καλά, με υψηλό ηθικό και αγωνιστικό φρόνημα. Λυπάμαι ειλικρινά που έφυγα από την Κύπρο χωρίς να μου δοθεί ο χρόνος να σας αποχαιρετήσω και να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας, στη δουλειά που κάναμε όλοι μας, για να βάλουμε την Ε.Φ. σε μια σωστή ανοδική πορεία.
Πολύ περισσότερο λυπάμαι, διότι δεν είχα μελετήσει το πόνημά σας «οι σχέσεις Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων και η σημασία τους για το εθνικό μας πρόβλημα», το οποίο είναι καθοριστικής σημασίας και απόλυτα σύμφωνο με τις απόψεις μου.
Δεν δουλέψαμε ποτέ σοβαρά και υπεύθυνα κ. Μορφίτη για την αντιμετώπιση του προβλήματός μας, σε αντίθεση με τα «μετρημένα» διαδοχικά βήματα που έκαναν και κάνουν οι τούρκοι, επί 10ετίες τώρα, για να δημιουργήσουν και παγιώσουν τη σημερινή, τόσο επικίνδυνη για την εθνική και φυσική μας επιβίωση κατάσταση.
Είχαμε έναν υπερήφανο – πείσμονα λαό, ο οποίος διατήρησε την εθνική του υπόσταση από το 900 π.Χ. τουλάχιστον έκανε διαμαρτυρίες, διαβήματα, δημοψηφίσματα, έκαψε κυβερνεία, με αποκορύφωμα τον υπέροχο, ανεπανάληπτο, μοναδικό σε σύγκριση με την ισχύ του αντίπαλο στην ιστορία όλων των λαών, ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα του. Τι έγινε αυτός ο συνεχώς αγωνιζόμενος για τη
δικαιούμενη εθνική του χειραφέτηση λαός μας;
Γιατί επιτρέψαμε – συντελέσαμε όλοι με τα λάθη μας μέσα σε 30 μόνο χρόνια να καμφθεί το αγωνιστικό του φρόνημα;
Γιατί τον αφήσαμε ανημέρωτο, αβοήθητο στην αντιμετώπιση της διαβρωτικής του ηθικού του και της εθνικής του συνείδησης εχθρικής – δόλιας – ύπουλης προπαγάνδας των εχθρών (όχι μόνο των τούρκων);
Γιατί τον κάναμε να ντρέπεται ή να φοβάται να πει ή να συμπεριφερθεί σαν πατριώτης; Όλα αυτά τα γιατί που δεν έχουν τέλος, αγαπητέ κ. Μορφίτη, οφείλονται στο ότι οι αρμόδιοι φορείς επί δύο τουλάχιστον 10ετίες δεν έκαναν αυτά που εσείς επισημαίνετε στην υπεύθυνη μελέτη σας. Δεν εκτίμησαν, δεν πίστεψαν ότι το πλέον ακαταμάχητο όπλο μας, αυτό που πραγματικά προβληματίζει – τρομάζει τον αντίπαλό μας είναι η εθνική μας ομοψυχία και η αποφασιστικότητα, όχι μόνο του στρατού, αλλά κυρίως του λαού, του έθνους ολόκληρου.
Δεν κατάλαβαν ότι έτσι όπως διαμορφώθηκε το πρόβλημα της Κύπρου, δεν επιλύεται με λόγια μόνο, αλλά κυρίως με πειστικά μηνύματα εθνικής ομοψυχίας και αποφασιστικότητας, υγιούς εθνισμού και καλλιέργειας στους νέους μας πνεύματος αγωνιστικότητας Εθναποστόλου – Μακεδονομάχου.
Τελειώνοντας θα ήθελα να σας συγχαρώ για τις εθνοπρεπείς επισημάνσεις της μελέτης σας, που είναι ασφαλώς αποτέλεσμα των εθνικών σας ανησυχιών και να ευχηθώ να αρχίσει αμέσως η μεθοδική υλοποίηση και από τις δύο πλευρές των τεκμηριωμένων και μη επιδεχομένων αναβολής, προτάσεών σας.
23/4/1992