Παιδιά που γίναν άντρες καθως γράφει ο ποιητής.
Κατέβηκαν από τα χωριά στις πόλεις της βιοπάλης.
Και για το χαττήριν της πεντασύλλαβης
πήραν μονοπάτια δύσκολα ανηφοριές
και μετά την κακοπάθειά
όσοι επέζησαν
κατεβηκαν άντρες πονεμένοι
πειθαρχικοι όμως ...
Αρχες μιας ανοίξεως
μαζευτήκαν όλοι του τομέως απο τα λημέρια
Άλλοι αντάρτες χρόνια
σαμποτέρ των πόλεων
επικηρυγμένοι
δραπέτες των κρατητηρίων
σε ένα σπίτι στην Απαισιά
όλοι μαζί σε ένα τραπέζι
μια φωτογραφία για την καλήν ..
ανάμνηση
για τα βάσανα π άντεξαν
για τις ενέδρες
τις δραπετεύσεις
τις νυχτερινές πορείες...
Κι εμεις που κληρονομήσαμε
τις φωτογραφίες του
την ανθρωπιά τους
Και στη μέση ο τροφοδότης θειος
αυτός ο λεβέντης
αυτου το χέρι φύλαγε ο πατέρας
για το γλυκό ψωμί της πρώτης νύχτας
τα ζεστα στρωσίδια
το πρώτο βράδυ που φτασε
Από τη Λεμεσό
το παφητούιν
της μεγάλης κρύπτης πυρομαχικών
ο αόρατος καταζητούμενος
της οδου Ευριπίδου...
Όμορφοι λεβέντες
στο αρχοντόσπιτο της ελευθερίας
Που ήσουν πατέρα εψες
Στα βουνά μου γιε μου
Στ αδέρκια μου...
Να αναπνεύσω την ελευθερίαν μου
να κλάψω ..
να χαρώ
Πριν να μπω στο αυτοκίνητο για τη Λεμεσόν
Επκιαν με ο θκειός μου μες τα αγκάλια του
Να πας εις το καλόν τζιαι να μείνεις
ίλαρος
σαν την πρώτην νύχταν
πόμπεις μες το κρυσφήγετον
τζι είπες Δόξα σοι ο Θεός
Αντάρτης εις τα βουνά...
Τζιαι υστερις έκλαψεν
γιε γιε μου
να πας εις το καλόν παλληκάριν μου