Άμα τη αφιξει του στη Λεμεσόν τελη του ενενηντα ένα αναζητουσε μετά από τις νυχτερινες μελετες βραδυνην τίνα παρηγορια μακραν της αγοραιας νυχτερινης εστιασεως που ητο συχνά βιομηχανικη και απροσωπη.
Ένα βράδυ μεταμεσονυχτια ξεπεσε εις την Λεωφορον αναζητωντας λα ι κην τίνα γωνιάν ζεστήν.Ητο πλέον χειμωνας.Επροσεξεν την ταβέρνα ΤΣΟΛΙΑΣ από την οποία είχεν παλαιαν αμυδραν ανάμνησην.Εισηλθεν διστακτικος και εκαθισεν εις γωνιακον τραπέζι δια να μην είναι η παρουσία του προκλητικη και εμφανης.Το ευγενες γκαρσονιν εξηγησεν τον Πλούτο των παραδοσιακων εδεσματων συμπληρωσας την εικόνα του προκομμενα κοσμημενου πλουσιου ψυγειου.Περατωσας τον καταλογον των αρτησιμων και των θαλασσινων συνεπληρωσεν με τα οψαρια.Τελος ολιγον διστακτικα επεξηγησε εις τον αγνοουντα πολλά θαμωνα πως διανυκτερευων το Ταβερνειον ως οφειλεν κατά την τάξην επροσεφερεν εις τους ξωμαχους της νύχτας,τους νυχτερινως εργαζόμενους και τους διακονους της νυχτερινης σκεδασεως σουππας τινας με ζηλον πεποιημενας από του απογευματος.
Ούτως επανηρχισεν μετά επταετιας ο επανακαμψας πεφορτισμενος ανηρ να ανευρισκει τας παλαιας ωραίας γεύσεις του χειμώνος της πόλεως.Περατωσας την ενισχυμενην σούππαν τραχανάν μετά του ορεινου χαλλουμιου επαρηγγειλεν μεριδαν οινου και λουκανικα μεθυσμένα εις τον οινον.Κατοπιν εκληθην υπο του ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗ εις τον μυθικον παγκον και επιεν μετά αυτου και του υπαλληλου δύο ζιβανας και έδωσε γνωριμιαν εις τον αγαπητόν της νύχτας παρηγορητην.Ουτως οι σουππες του Τσολλια θα εριζωναν μιαν πολυετην φιλίαν δεκαετιων εμπλεην πολληςπαρηγοριας, αδολης αγάπης και ΓΕΥΣΕΩΝ.
Τη σούππαν για το Παφιτουιν μας....