Του Πέτρος Παπαπολυβίου
Απεβίωσε χθες και τάφηκε σήμερα, στη Μονή του Αγίου Νικολάου Ορούντας, η μοναχή Ιουστίνη, ηγουμένη της Μονής από την ίδρυσή της, το 2001.
Η Ιουστίνη (κατά κόσμον Ηλιάνα) γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1967 στη Λάπηθο και ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί του ιερέα της ενορίας του Αποστόλου Λουκά Λαπήθου, Παπαπολύβιου, από την Πλατανιστάσα και της Κυριακής Παπαπολυβίου, από την Αγκαστίνα. Έζησε τα πρώτα της επτά χρόνια στο σπίτι της οικογένειας Παπαπολυβίου, στην οδό Ελλάδος 21, πολύ κοντά στο αγγειοπλαστείο του Αριστοφάνη, σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της κωμόπολης της επαρχίας Κερύνειας, στον δρόμο που οδηγεί στο Δημαρχείο. Φοίτησε ένα χρόνο στο Νηπιαγωγείο της Λαπήθου, που στεγαζόταν τότε στο παλιό σχολείο της Αγίας Αναστασίας και τελείωσε την Πρώτη Δημοτικού στην Πρώτη Αστική Λαπήθου. Τα έβδομά της γενέθλια συνέπεσαν με την πρώτη μέρα της τουρκικής εισβολής. Μετά την προσφυγιά τελείωσε το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο στα Κουφάλια, μια κωμόπολη της Κεντρικής Μακεδονίας που την γνωρίζαμε ως τότε από τα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα…
Ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Φαρμακευτική του ΑΠΘ, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, την αντίστοιχη της Κύπρου. (Αργότερα πήρε και το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.) Στη Θεσσαλονίκη εργάστηκε ως δασκάλα στον Εύοσμο και στην Κύπρο στο Γέρι και αλλού.
Από τα παιδικά της χρόνια αγαπούσε τον αθλητισμό. Έπαιξε μπάσκετ τόσο στα Κουφάλια όσο, κυρίως, στον Αχιλλέα Καϊμακλίου. Ήταν, κάποτε, ενεργή φίλαθλος και συνόδευσε αρκετές φορές τον μεγάλο της αδελφό και τα ανίψια της σε αγώνες του ποδοσφαιρικού και καλαθοσφαιρικού Παναθηναϊκού στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη Μακεδονία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επέστρεψε στην Κύπρο και ως φοιτήτρια και ως δασκάλα μετείχε στις αντικατοχικές κινητοποιήσεις της εποχής. Αναμείχθηκε και με τον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό, και εκλέχθηκε στην Επιτροπή της ΠΟΕΔ της επαρχίας Κερύνειας. Ήταν αφοσιωμένη και εργατική δασκάλα, ζωντανός άνθρωπος και ενεργός πολίτης και λάτρευε να ταξιδεύει σε κάθε γωνιά της Κύπρου.
Γύρω στο 2000 αποφάσισε να γίνει μοναχή. Ήταν μια απόφαση που μπορεί να ξένισε αρκετούς, αλλά όσοι την γνωρίζαμε καλά ξέραμε ότι πάντα έπαιρνε αποφάσεις ώριμες και κατασταλαγμένες και οφείλαμε να σεβαστούμε την επιλογή της. Ως μοναχή πήρε το όνομα Ιουστίνη και από το 2001 εγκαταστάθηκαν, η πρώτη μικρή συνοδεία, μοναχές και δόκιμες, στο παλαιό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου της Ορούντας. Μέσα σε μια εικοσαετία, το ερειπωμένο μοναστήρι μετατράπηκε σε όαση πνευματικής και φυσικής ομορφιάς. Χτίστηκαν κελλιά, κουζίνα, εργαστήρια και παρεκκλήσια, φυτεύτηκαν δένδρα και πρασίνισαν τα περβόλια, ενώ πριν τρία χρόνια τέτοιες μέρες τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού ναού της Μονής, του Αγίου Φιλούμενου του νεομάρτυρος, του Ορουντιώτη.
Ως αδελφότητα το νέο γυναικείο μοναστήρι απέπνεε αύρα ελευθερίας και αγάπης. Και χαμόγελου. Η ίδια η Ιουστίνη, ως ηγουμένη υπήρξε το στήριγμα για εκατοντάδες οικογένειες, σύμβουλος, συμπαραστάτης, συμπάσχουσα και παρηγορήτρια. Την βοήθησε το παράδειγμα του γέροντά της, Συμεών Μαυροβουνιώτη, η παρουσία στη Μονή του πατέρα της, Παπαπολύβιου, η ευγένεια, η καλοσύνη, η καλλιέργεια και η απλότητά της. Για τα χωριά της Μητρόπολης Μόρφου και ειδικότερα την Ορούντα, την Περιστερώνα, το Ακάκι και την ελεύθερη επαρχία Μόρφου, η ίδρυση της Μονής του Αγίου Νικολάου αποδείχθηκε ευλογία.
Δυστυχώς από τα γυμνασιακά της χρόνια ταλαιπωρήθηκε με διάφορα προβλήματα υγείας και κάποιες άστοχες ή αργοπορημένες ιατρικές διαγνώσεις. Δεν παραπονέθηκε ποτέ, ούτε όταν πριν οκτώ χρόνια απέκτησε και την ταυτότητα της καρκινοπαθούς. Θυμάμαι με τι ενθουσιασμό, στους πρώτους μήνες που την κτύπησε η «επάρατη νόσος», μου ανέπτυσσε το επιχείρημα ότι με τις θεραπείες στις οποίες υποβαλλόταν μπορούσε να καταλάβει και να βοηθήσει περισσότερο τους ασθενείς που αντιμετώπιζαν ανάλογο πρόβλημα και έρχονταν στο μοναστήρι για παρηγοριά και ανακούφιση… Κράτησε το φορτίο της ασθένειάς της για τον εαυτό της, και συνέχισε, ακόμη και τον τελευταίο χρόνο της βαριάς μετάστασης να συμβουλεύει, να ακούει τα προβλήματα και τα παράπονα των άλλων και να παρηγορεί, χωρίς ο συνομιλητής της να υποψιάζεται τον σταυρό που σήκωνε η ίδια. Όταν αποφάσισε να ενημερώσει τους «κατά κόσμον οικείους της» για την ακριβή κατάσταση της υγείας της, τα πράγματα δεν είχαν επιστροφή: Έφυγε από τη ζωή μέσα σε οκτώ μέρες.
Άφησε πίσω της σπουδαίο έργο και εκατοντάδες ανθρώπους που βοήθησε, την αγάπησαν και τους ενέπνευσε. Και που την έκλαψαν σήμερα, ως μάνα, ως αδελφή και ως «γερόντισσα». Είναι αυτό παρηγοριά για μια πρόωρη απώλεια; Όσοι έζησαν την ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε τον θάνατο την θαύμασαν και την ζήλεψαν για την πίστη της και τη δύναμή της.
Καλό ταξίδι μικραδελφή, κι ας βιάστηκες να φύγεις πρώτη… Και καλόν παράδεισο