Τα παλιά αυτοκίνητα του Καρυδά στις υπεραστικές γραμμές ήταν κάτι μερσεντες τετραθέσια με σφιξιμό εφιλοξενούντο πέντε επιβατες και ο οδηγός έξι.Οι ταχυτητές ήταν εις το τιμόνιν τζιαι το χειροφρονό λίγο πιο κάτω μια σωλήνα μέ έναν μαγικό χερούλι μαυρο για ασφάλεια.
Οι δρόμοι στενοι τα προσπεράσματα αναγκαστικά και το δρομολόγιο Λεμεσού-Λευκωσίας συχνά κανονικό σάλτό μόρτάλε. Αμαν έφτανες αισίως εις τη Χώρα αρκινευκέν η περιπέτεια της διανομής. Διαπραγματεύσεις πκοιος επιβάτης εννα κατεβεί πρώτος και πκοιος έσχατος. Αν ήθελες να στραφεις πίσω επρεπεν να πκιάεις καρτούαν τζιαι να κλείσεις εγκαίρως την μεγίστης αξίας θέσην εις την τελευταίαν γραμμήν των έξι ή τον εφτά.
Μια ώρα τζιαι τριάντα λεπτά για να μπεις της Χώρας αλλη ώρα για να δώκεις γυρόν ώσπου νάρτει η σειρά σου να κατεβεις στο πόστο του λεωφορείου για Ορούντα ωσπου να φτάσεις σκοτεινά πισσούριν εις την Παναγιαν στα φύλακια μακρά που την Ορούνταν μες το Δάσος.