Νύχτα ολίγον δροσερή απόψε και ταξιδεύω στα χωριά μας τότε που προ του τέλους της Ανοίξεως εφκαίναν τα στρωσίθκια έξω στην αυλήν .Εστρωνουνταν τα δώματα και ετζοιμάτουν ο κόσμος που κάτω που τα άστρα μες τη δροσια.Το σπίτι της γιαγιας μου της Σοφρωνίας εισιεν έναν ανώιν που στην άκραν του μακρυναρκου αννοιεν σε έναν μεάλον δώμαν τζιαι
παρακάτω σε έναν πιο μιτσην τζιαι ύστερις στο δώμα του ασιερωναρκού. Tο πρώτον δώμαν ήταν έναν αερικόν. Καρτζίν σου εθώρες ούλλα τα χωρκα τζιαι ...τα χωρκούθκια τζια τη Πόλην της Χρυσοχούς τζιαι τη θάλασσαν.Οι παλλιοι ελαλούσαν πως στες καλές ημέρες εθωρες ως πέρα στην καραμανιάν.
Εππέφταμεν με το θκειον μου το Δώρον τζιαι τα ανιψια μου τον Γιάννον τζιαι τον Πανάον. Είμαστεν με τον Βασιλιάν γεννιά τζιαι περιτου κόμα.Εθώρες τα άστρα ,εσιεπάζεσουν γιατι ετσίμπαν η δροσιούα ιδιαίτερα μετά τις τρεις.Ησυχία ακουες τις τραουθκιες της φύσης. Επελλανίσκαν σε οι μυρουθκιες του καλοτζιαιρκού τζιαι της νύχτας. Εξύπναν σε η ανατολή του ήλιου πορνον πορνον.
Είσιεν στα χωρκά μας τζιαι κάτι μερακλήες που εφκάλλαν σιερένα κρεβάθκια στις αυλάες εστρωναντα τζιαι εβαλλαν τα πουκάτω που κανένα δεντρον με πασιην νοσιον να πέφτουν τζιαι κανέναν μεσημερούιν. Άλλοι μες τη μέσην της αυλής και ο πιο μερακλής μες τη μέσην του αλωνιού στον Αήν Κόνωναν στον Ακάμαν. Υπνος παρέα με τα σιυλλούθκια τζιαι τις
τραουθκιες του Ακάμα. Βασιλέας ολάν. Αυτοκράτωρ με κωσταντινάτα άμετρα.