Η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, προϋποθέτει την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής πρώτων υλών
Του Μαρκ Ραχωβίδη*
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται χωρίς καμία ένδειξη αποκλιμάκωσης, η Ευρώπη εμφανίζεται αποφασισμένη να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων, μέσα από την προώθηση της στρατηγικής της για αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, θα πρέπει να διασφαλίσει πρώτα την πρόσβαση σε μεταλλεύματα και άλλα ορυκτά στοιχεία που κρίνονται απαραίτητα για να πετύχει αυτή τη μετάβαση.
Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που εξαιτίας της πανδημίας, η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα δέχεται μεγάλες πιέσεις, εντείνοντας την ανησυχία κατά πόσο η Ευρώπη θα μπορέσει να επιταχύνει τη μετάβασή της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέσα από την ανάπτυξη αιολικών και φωτοβολταϊκών συστημάτων, τα οποία απαιτούν σημαντικές ποσότητες πρώτων υλών.
Σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε εκ μέρους του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Eurometaux, για να πετύχει τον στόχο της για μηδενικές εκπομπές αερίων έως το 2050, η ΕΕ θα πρέπει να εξασφαλίσει κατά 35% περισσότερες ποσότητες χαλκού και αλουμινίου από ό,τι καταναλώνει σήμερα, ενώ η ζήτηση λιθίου θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί έως και 35 φορές. Επιπλέον, η Ευρώπη θα χρειαστεί 26 φορές περισσότερες ποσότητες σπάνιων γαιών, ενώ η ζήτηση για κοβάλτιο και νικέλιο αναμένεται να αυξηθεί κατά 330% και 100%, αντίστοιχα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόσφατα ένα Σχέδιο Δράσης για τη σταδιακή απεξάρτησή της από τις εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2027, μέσα από την αύξηση του ενεργειακού μεριδίου από ανανεώσιμες πηγές στο 45% μέχρι το 2030, και τη μαζική εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μονάδων. Ωστόσο, η εγχώρια παραγωγή πρώτων υλών είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς ως επί το πλείστον, η Ευρώπη βασίζεται σε εισαγωγές από τρίτες χώρες. Ενδεικτικά, οι 19 από τις 30 πρώτες ύλες που η ΕΕ χαρακτηρίζει κρίσιμης σημασίας, εισάγονται κυρίως από την Κίνα.
Ωστόσο, το ζήτημα της εγχώριας παραγωγής μεταλλευμάτων συνεχίζει να κερδίζει διαρκώς έδαφος στη δημόσια συζήτηση, καθώς η ΕΕ έχει αρχίσει να αναγνωρίζει ότι η ήπειρος θα πρέπει να βελτιώσει την πρόσβασή της σε πρώτες ύλες ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο και να ολοκληρώσει την πράσινη μετάβαση.
Σε επίπεδο ΕΕ, ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς κ. Thierry Breton ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η Κοινότητα ετοιμάζει σχετική νομοθετική πρόταση και ότι θα εντείνει τις προσπάθειές της σε σχέση με τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας πρώτων υλών στο πλαίσιο του Σχεδίου REPowerEU. Το Σχέδιο αυτό έχει ως στόχο την ταχεία απεξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων και την επίσπευση της πράσινης μετάβασης. Αναλύει, ακόμη, τους τρόπους με τους οποίους η ΕΕ μπορεί να αποφύγει μελλοντικές εξαρτήσεις στην εμπορική της δραστηριότητα, μέσα από την προώθηση νέων έργων εξόρυξης και εξευγενισµού εντός της Ευρώπης, καθώς και μέσα από την ανακύκλωση μεταλλικών υπολειμμάτων και μεταλλευτικών απορριμμάτων.
Την ίδια ώρα, παρόλο που η διασφάλιση μιας ισχυρής και αξιόπιστης «κοινωνικής άδειας λειτουργίας» δεν κατέστη ακόμη δυνατή, τα κράτη μέλη παρουσιάζονται πιο έτοιμα από ποτέ να στηρίξουν την εγχώρια εξόρυξη μεταλλευμάτων. Ενδεικτικά, η Υπουργός Οικολογικής Μετάβασης της Γαλλίας κ. Barbara Pompili, ανέφερε πρόσφατα ότι η Γαλλία θα πρέπει να αρχίσει να εκμεταλλεύεται τα δικά της αποθέματα λιθίου ώστε να καλύψει την αυξημένη ζήτηση, υπό το φως της προσπάθειας για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η δε Βελγίδα Υπουργός Περιβάλλοντος, Zakia Khattabi κάλεσε την ΕΕ να επενδύσει σε καινοτόμες τεχνολογίες για την παραγωγή σπάνιων γαιών εντός της Ευρώπης και την ανάπτυξη μιας «φιλόδοξης» κυκλικής οικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν αρχίσει να βλέπουν την εγχώρια εξόρυξη μεταλλευμάτων με άλλο φακό, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι η εξόρυξη θα γίνεται σύμφωνα με τα αυστηρότερα περιβαλλοντικά και κοινωνικά πρότυπα. Για παράδειγμα, ο κ. Jean-Pierre Schweitzer ανώτερος υπεύθυνος πολιτικής στον οργανισμό European Environmental Bureau, ανέφερε ότι: «η αλήθεια είναι ότι η εξόρυξη νέων υλικών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη μπαταριών, καθώς οι ποσότητες που θα χρειαστούμε δεν μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο μέσα από την ανακύκλωση και την κυκλική οικονομία».
Σ’ αυτό το πλαίσιο, καθίσταται σαφές ότι η Ευρώπη θα πρέπει να δράσει γρήγορα για να πετύχει τους στόχους της σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών αερίων. Άλλωστε, τα χρονοδιαγράμματα και οι σχετικές προθεσμίες πλησιάζουν.
Η ανάγκη αυτή είναι ακόμη πιο επιτακτική εάν υποθέσουμε ότι ακόμη και αν τα κράτη μέλη καταφέρουν να πείσουν τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τις τοπικές κοινωνίες για τη σημασία της εξόρυξης πρώτων υλών, η αδειοδότηση και η έναρξη λειτουργίας νέων μεταλλείων είναι μια διαδικασία που χρειάζεται αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί.
*Πρόεδρος της Venus Minerals και της Euromines