Πρωτοχρονιά του εβδομηντα πέντε εφκάλλαμ εν ακροαστικα απέναντι που το Βαρωσιν με έναν της ΟΑΣ. Κατα που μου εξηγησαν ύστερα θα μπεναν μες την πόλη θκυο μερόν υχτα τρεις, ένας αξιωματικος τζιαι θκυο στρατιώτες για καταγραφην των τουρκικων φυλακιων.Που τζείντην νύχτα εστησα του γινατιν .Εννα με χρειαστείς τζιαι εσύ τζιαι οι άλλοι.Ξερω την παθκιαν παθκιαν την πόλη. Στη γραμμην ξέρω κεντημαν τα νουμερα των φυλακιων τους.Κανονισε να μαι μαζί σας.
Καλοτζιαίρι του εβδομηντα πέντε νυχταν σκοτεινή πισσουριν εμπήκαμε ωσαν σκιες στην περικλειστην πολλήν.Κομα απορω πως αντεξεν η καρδιά μου να ζιώ μες την πόλη μου σχεδόν τρεις ημερες τζιαι να υπακούν να χαρτογραφω με σιγάνην φωνήν.Τες νύχτες κατά τες θκυο εππεφταμεν πασσε μιαν πολυκατοικιαν κοντά στα ξενοδοχεία.Εβλεπα τα άστρα του Βαρωσιου τζιαι επκιαννεν με έναν κλάμα σιανον. Ενομιζα ήταν να φκιερωσει η καρδιά μου.
Ξημερωματα της τριτης νύχτας ερποντας που τη δεύτερη διαδρομή διαφυγης εποσιερετησαμεν την Αμμοχωστον μας. Οι τρεις της ΟΑΣ τζιαι ένας ιχνηλατης πεζικου παλλιον βαρωσιωτουιν τ Αη Μεμνου .Με το πρώτον φως γεματωμενοι που το ερπην εφτάσαμε στο ακροαστικον που μας επεριμέναν.Στα σακκιδια εκουβαλουσαμεν τη χαρτογραφησην της πόλεως του Ευαγορα τζιαι του Αποστολ ου Βαρναβα που μας εγλεπεν σε έτσι αποστολην με απωλειες ζωής δικαιολογημενες όπως ελαλούσαν οι κανονισμοι.
Εξανάδα το Βαρωσιν.Τζιαι να σκεφτεις είχα παραπονον τζείντην την Πρωτοχρονιά πως έχασα την έξοδον Τζεινον το ακροαστικον ήταν το λαχείο της χρονιάς για μένα τζιαι τρία παλληκαρκα αρφούς μου.