Άνέβηκε στο ανώι κουτσα, κουτσα μετά που το μεγάλο γλέντι της Κυριακής του Πασκατου. Πασχα εις το χωριον. Ήπιε απ όλά κράσί, μπύρες, κονιακ. Τραγούδησαν, τσιαττησαν , είπαν ιστορίες τους πρωτινούς με πρωταγωνιστή τον θείο τον Νεόφυτο το Σιαφκάλη κορυφαίο ιστορητη της Λαόνας. Στο γλέντι απάνω τσιαττιζε και ο παππους ο Γιαννης με μια φωνή απο αλλού φερμένη από το δάσος του Ακάμα. Που τους τόπους του Πιττοκόπου τζιαι που τα Παλλιάμπελα της Τυλληρκάς...
Μπήκε με δυσκολία στο πάνω μακρυνάρι. Ακούμπησε στο παλλιο ερμάρι αννοιξε την πόρτα του να πάρει μια πατανία και ξάφνου μπροστά του γραμμένοι όλοι και όλες οι ξενιτεμένοι και όσοι κάτω τους νοσταλγούν και δακρύζουν. Με μολύβι γραμμένες οι μέρες γέννησης κάποτε και οι ώρες .
Έγυρε να κοιμηθει. Γλυκός ο ύπνος πριν τη μέθη. Ύπνος στο κέφι του κρασιού. Ονειρευτηκε τη φαμελιά ολάκερη να χορεύει στην αυλή στα πατήματα του φκιολιου του Κουρίδη. Μήτε Αυστραλίες Μήτε αμέρικες και Λονδίνα.. Ούλλοι στη Δρούσια στο χορό όπως πίσω που την πόρτα του αρμαρκού..