Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΑΓΑΠΗΤΟΝ ΦΙΛΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΝ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Εγράψαμε περί του Πατρικίου Νικήτα και προηγουμένως εις το Βίο που ανιστορούμε. Ήταν ο άνδρας αυτός φίλος του Αγίου, αλλά κάποτε λόγω των καλοθελητών και ανθρώπων που έλεγαν πολλά και διαβολές εις τον άρχονταν Νικήταν για τις αγαθοεργίες και τις καλοσύνες του Πατριάρχη. Οι συκοφάντες οι δόλιοι επαρουσίαζαν τον όσιον ως απερίσκεπτον και ανοικονόμητον. Επίστεψε ο Πατρίκιος ότι ο όσιος σπαταλά και διασπαθίζει αλόγιστα τα χρυσία της μητρός Εκκλησίας χωρίς μέτρο και σκέψη.
Εσηκώθηκε ο Νικήτας, καθώς ήταν φουρκισμένος του θυμού και ανέβηκε εις το Πατριαρχείον και είπεν λόγον πολύ βαρετόν: «Το βασίλειον , δέσποτα μου, είναι σε στένωση και έχει ανάγκη των χρυσίων που καταξοδεύεις εδώ κι εκεί. Είναι κάλλιον, δέσποτα μου, να τα δώσεις εις την δημόσιαν σακέλλαν για να γίνουν έργα πολλά και κοινωφελή , να τα βλέπει ο λαός να μας μνημονεύει.»
Χωρίς να θυμώσει ο Όσιος του απάντησε: «Δεν το βρίσκω ορθόν και πρέπον, κύριε Πατρίκιε, να σου φορτώσω όλα τα μαξούλια της τιμίας Εκκλησίας, δια να τα πάρεις εις τα σπίτια και στην προσταγήν του βασιλέα της Ρωμανίας. Όλα τα χρυσά και τα ασημικά και τα λοιπά μαξούλια της μητρός Εκκλησίας ανήκουν εις τον επουράνιον βασιλέα, τον Κύριον μας τον Χριστόν και δεν μπορώ να σου τα δώσω προσφοράν να τα κάμει χρήσιν το βασίλειον. Πράξε ουν καταπώς νομίζεις. Σύρε κάτω εις τας αποθήκας και τα θησαυροφυλάκια.
Εκατέβηκε τυφλωμένος ο Πατρίκιος και χωρίς ντροπήν έδωσε διαταγή εις τους εργάτες και εις τινας των στρατιωτών του να συνάξουν όλες τις αποθήκες των νομισμάτων και όλα τα πολύτιμα από το κατώι του Πατριάρχου και εξεκίνησε για το
αρχοντικόν του. Την ώραν που εκατέβαιναν οι μισθωτοί του πατριάρχη με τα πολύχρυσα κεράμια , έβγαιναν απεσταλμ΄ένοι από το λιμάνι οικονόμοι και άλλοι μισθωτοί της Εκκλησίας φορτωμένοι κεράμια που έγραφαν απέξω πως ήταν «μέλιν
πρωτείον» και «μέλιν δευτερείον» και «μέλιν ακάπνιστον». Τα επρόσεξεν ο Πατρίκιος και επεθύμησεν το μέλιν της αφρικής και λέγει του πατριάρχη- ότι ήξερεν πως δεν ήταν μνησίκακος, αλλά έμπλεως συγχωρήσεως- να του αποστείλει μέλιν
ολίγα κεράμια δια το ονομαστόν κελλάριν του.
Όταν επεζέψαν τα κεράμια, ο οικονόμος που ήταν απεσταλμένος από το λιμάνι, έδωσε στον Πατριάρχη τα χαρτιά που του έδωσαν εις το λιμάνι και εξήγησε στον Όσιο πως δεν ήταν γεμάτα μέλι τα κεράμια, μα ήταν χρήματα χρυσά και αργυρά
πολύτιμα. Ευθύς ο Πατριάρχης εφώναξε έναν άλλον οικονόμον ξεκούραστον και του έδωσε αγγελία γραπτή να την παραδώσει εις τον Πατρίκιον με έναν κεράμιον που έγραφεν έξω σε πινακίδα «μέλιν πρωτείον». Έδωσε και παραγγελιά εις όσους θα πηγαίναν με τον οικονόμον τι να πράξουν όταν φθάσουν έμπροσθεν του Πατρίκιου.
Επήγαν οι μισθωτοί και ο οικονόμος. Εβρήκαν τον πατρίκιον Νικήταν εις το τραπέξι. Του έδωσαν το κεράμιον και τη γραφή. Εδιάβασε ο Νικήτας τους παρακάτω λόγους του Πατριάρχου: «Ου μη σε ανώ ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω. Αψευδής και
Θεός αληθινός, εχορήγησεν ημίν αντί ων επήρεν η ενδοξότης σου. Τον ουν Θεόν τον πα΄σιν τροφήν και ζωήν παρέχοντα , άνθρωπος φθαρτός στενώσαι ου δύναται, έρρωσο.»
Τότε άνοιξαν οι μισθωτοί του Πατριάρχη το κεράμιον και το άδειασαν πάνω εις το τραπέζι του Πατρίκιου και είπαν με μια φωνήν : «Όλα τοι εθεάσω ανερχόμενα χρήματα αντί μέλιτος γέμουσιν». Κατά πρώτον εθυμώθηκεν ο Πατρίκιος , μα όταν
εδιάβασε λόγους του Οσίου εσυγκινήθηκεν και είπε: « και ζη Κύριος , ούτε Νικήτας στενώσει αυτόν. Άνθρωπος γαρ εστίν και αυτός φθαρτός και αμαρτωλός». Μετά ταύτα άφηκεν το τραπέζιν στρωμένον ο Πατρίκιος και έδωσεν διαταγήν να
φορτωθούν τα όσα επήρεν και να τα επιστρέψουν οι μισθωτοί του πίσω εις το πατριαρχείον. Επήρεν μαζί του δώρο από τα δικά του τρία κεντηνάρια και εκίνησε για τα σπίτια του Πατριάρχη. Όταν έφθασε, έβαλε μετάνοια του οσίου και του
εζήτησε να πρεσβεύει εις τον Άγιον Θεόν δια να του συγχωρέσει. Εξομολογήθηκε του Αγίου πως εγελάστηκε πολλές φορές από συκοφάντες και άλλους φθονερούς ανθρώπους και εζήταν του να τον βάλει επιτίμιον για τα ανομήματα του.
Δεν του εθυμώθηκε ο Άγιος , θαυμάσας την μεταμέλειαν του και τους καλούς του λόγους. Από τότε είχαν περισσήν αγάπην μεταξύ τους. Γράφει το πολλά ωραία ο Επίσκοπος Λεόντιος εις το πολυφημισμένον σύγγραμμα του: « Τοιαύτη δε αμφοτέρων
συνεδέθη έκτοτε εκ Θεού αγάπη, ως και σύντεκνον γενέσθαι αυτόν του πολλάκις ειρημένου λαμπροτάτου ανδρός.»
O Πατρίκιος Νικήτας και η αγορά της Αλεξάνδρειας
Είπαμεν και εις το πρότερον κεφάλαιον για μιαν διαφωνίαν του Οσίου με τον Πατρίκιον Νικήταν και για την μεγάλην την μεταξύ τους αγάπην. Έτυχεν , όμως, άλλην μιαν φοράν, ύστερα από καιρόν αρκετόν και πάλιν να συνομιλήσουν, να
φιλονικήσουν και να λογοφέρουν έμπροσθεν του Συμβουλίου. Είχαν μιαν διαφωνίαν για την αγοράν της πόλεως. Ο Πατρίκιος ήθελεν να την βάλει εις μιαν τάξη καταπώς έκρινεν , για να κερδίζει περισσότερον η επαρχία τους που ήταν πολυφημισμένη εις άπασαν την Ρωμανίαν. Ο Όσιος δεν εσυμφωνούσε. Έφερεν ένσταση και αντιστεκόταν διότι είχεν την έγνοια των φτωχώ της πολιτείας. Κατά την κρίσιν του πολλά θα εζημίωναν από τα σχέδια του Πατρίκιου. Έγινεν θέμαν μεγάλον μπροστά
στο Συμβούλιον και ήταν και οι δυο πολυπικραμμένοι. Εφύγαν και οι δυο τους για τα σπίτια τους « και η μεν του Πατριάρχου αντίστασις και πικρία υπέρ της εντολής του Θεού υπήρχεν, η δε του Πατρικίου κέρδους χρηματιστικού ένεκεν».
‘Όταν επέρασεν η ώρα και εκόντευε να σουρουπώσει , να νυκτώσει, έστειλε ο Πατριάρχης ανθρώπους δικούς του έμπιστους, ένα πρωτοπρεσβύτερον δίκαιον και άλλους εκλεκτούς του κλήρου να πουν λόγον καλόν και αγαπητικόν εις τον
Πατρίκιον Νικήτα. Επήγαν οι απεσταλμένοι και ανήγγειλαν εις τον Πατρίκιον: «Δέσποτα ο ήλιος προς δυσμάς εστίν».
Εκατάλαβεν ο Νικήτας των λόγων τα νοήματα και επήρε τον δρόμον και το παραδρόμι και έφτασε εις το Πατριαρχείο. Ήταν ο Πατρίκιος πολύ συγκινημένος από την υπόμνηση του πατριάρχη, διότι με όσα του εμήνυσε ο Ιωάννης εννόησε τους λόγους του Αποστόλου Παύλου δια τον παροργισμόν και τον εξοργισμόν μας που δεν πρέπει να συναντά τη δύση του ηλίου.
Μόλις τον είδεν ο δίκαιος επολογθηκε και του είπε: « Καλώς ήλθεν ο υιός της Εκκλησίας, ο υπήκοος της φωνής αυτής».