Εις την χωράφαν του Καθητζιώτη, καρτζιν που το πατρικόν μου της θρυλικής οδού Τροόδους, εστείναμεν τον Σεπτέμβριον μήναν (όταν πλέον κανένας καλός Σαμαρείτης δεν μας έπερνεν θάλασσαν) το διεθνές και άνετον γήπεδον δια το λιγκρίν.
Η τοπική εθνική είχεν σταθερούς παίκτες: Νίκος Κουσιουμής, Μάριος Φιλίππου, Αντρέας Χαραλάμπους, Αντώνης Γεωργίου Βλάσκος, Ντίνος Τσιαλής και εκτακτως ο Χριστακης Παναρετου ο ματσουκάρης από την οδόν Ρώμης.
Μετά το σχολείον λιγκρίν και λίγκρα επαίρναν φωθκιάν.
Υπήρχαν και μερακλήες που εφέρναν δικήν τους λίκραν.
Από τους παλλιους της χωράφας εμάθαμεν να μεν δεχούμαστεν ομάδαν που επιμένει στο δικόν της λιγκρίν.
Συνήθως τα ντέρπυ λιγκριού επαιζούνταν εις τες λεπτομέρειες: πόσον καλοι ήταν κάποιοι στον ππουφουρόν, πόσον εκουτσούσιαν οι συμπαικτες σου τζιαι αν είσιες τσιάκκον να πιάννει λιγκρίν εις τον αέραν.
Με τον τζιαιρόν εκατάλαβα πως αν η ομάδα δεν ενευρίαζεν δεν έχαννεν.
Γι αυτον εισιεν κατι παμπόνηρους που εκάμναν το πας να μας τσακρίσουν να μας κιστήσουν να κουτσούμεν αέραν στο γάμον του Καρακιόζη να μας νικούν.
Με τον τζιαιρόν εμάθαμεν εγίναμεν σαν τον Τάσον της ΑΕΚ ψυχραιμοι τζιαι σπάνια ετρωαμεν τες....