Tόν πιό παληό τρελλό, τόν πιό καλό,
θανόντα χθές κηδέψαμε στήν πόλη.
Ἕνα δυστύχημα ἦταν ξαφνικό
καί δέν προλάβαν νά τόν κλάψουν ὅλοι.
Γιά φονευθέντα ἐπαίτη τρεῖς γραμμές
γράψανε μερικές ἐφημερίδες,
γιά ἕνα τρελλό μέ σπάνιες ἀρετές
πού κοροϊδεύαν πάντα οἱ ταξιτζῆδες.
Ζητιάνευε τά γρόσια μας κι’ ἀντίς
νά τά φυλάει, τή γύμνια του νά ντύσει,
ἔτρεχε νἄβρει ἄλλους φτωχούς ὁ Ἀρκοντής
λίγο ψωμί, λίγα λεφτά νά τούς χαρίσει.
Πετροβολοῦσε κάποτε μέ ὀργή
καθώς τόν ἔπνιγε τοῦ περιγέλου ὁ πόνος.
Βάρος ποτέ δέν ἤτανε στή γῆ,
ἀρχοντικῆς γενιᾶς μπάσταρδος γόνος.
Ξυπόλητος γυρνοῦσε στή βροχή
σιδερικά ἀπ’ τό δρόμο νά μαζεύει.
Σίδερο ἐβαλαν γιά καρδιά τους μερικοί
μ’ αὐτός χρυσή καρδιά ἦταν μές στή χλεύη.
Οἱ γνωστικοί τόν εἶχαν γιά τρελλό
κι’ ἦταν τρελλός γιά ἀγάπη, ἴσως τέρας,
γιατί ποιός ἀπό μᾶς γιά τόν φτωχό
δίνει τόν πικρό μόχθο κάθε μέρας;
Ὁ πιό παληός τρελλός, ὁ πιό καλός
πῆγε στοῦ Παραδείσου τό ταξίδι,
γνωστός σάν Ἀρκοντής, Γιώρκος πελλός.
Tόν κήδεψαν κύριο Xρυσοστομίδη.
Ἀθήνα 16/7/1970