الأربعاء, تشرين2 6, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΥΠΡΙΩΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΥΠΡΙΩΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Ήταν νομίζω στον πίνακα Ανακοινωσεων του Ιδρυματος Παναγιδη που τον πρώτο είδα. Ενα αποκομμα εφημερίδας στα χρόνια του ογδοντα. Ο Ιερομαρτυρας Φιλουμενος από την Κυπρο.

Ύστερα ήρθαν οι δημοσιευσεις στις εφημερίδες για τον μαρτυρικο του θάνατο μα και την αγαπητικη βιωτη του,τις Σταυροβουνιωτικες του ριζες και την φωτεινη εν τη απλοτητι του αγιοταφικη του αφιερωση.Μαθαιναμε και για τα
θαύματα σημεία κατά την εκταφη του.

Ύστερα σκορπιες θαυμαστες πληροφορίες για τον επίσης αξιολογο διδυμο αδερφό του Ελπιδιο.
Τα χρόνια περνουσαν μα η μορφή του μαρτυρος Φιλουμενου του Κύπρου φωτιζοταν περισσοτερο. Αγνωστες λεπτομέρειες ερχονταν στο φως.

Εκτός από τα πολλά άρθρα μας εδωρηθηκε και η εκδοσις του βιου του από την Μόνη του Αγίου Νικόλαου στην Ορουντα.
Η Κύπρος και οι Έλληνες και οι Ορθοδοξοι Χριστιανοι απανταχου της Γης είχαν πλέον έναν νεον Αγιον,έναν νεον Νεομαρτυραν τόσο κοντινό μας πουζησε στα καντουνια της Χώρας και μικρός ανέβηκε στο αγαπητόν μας Μοναστηρι του
Σταυροβουνιου για να πετάξει μετά πουλί αποδημητικο στην Αγία Γην των Ιεροσολυμων.
Και στις ημέρες μας έχουμεν έναν ποκουμπιν στην γωνιάν αυτη της πατριδος του .Έχουμεν αγκωναριν στηριγμου τον Αγιον Φιλουμενον τον Ιερομαρτυραν του εικοστου αιωνος.

Η ΒΙΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑ
Σύμφωνα με τον ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα, ο Σοφοκλής Χασάπης, όπως ήταν το λαϊκό όνομα του πατρός Φιλουμένου, γεννήθηκε το 1913 στην ενορία Αγίου Σάββα στη Λευκωσία. Ήταν δίδυμος αδελφός με 
τον Αλέξανδρο, τον μετέπειτα
Αρχιμανδρίτη Ελπίδιο, έναν άλλο εξέχοντα Κύπριο κληρικό του 20ού αιώνα. Οι γονείς τους, Γιώργος και Μαγδαληνή Χασάπη ή Ορουντιώτη όπως ήταν γνωστότεροι, αφού κατάγονταν από το χωριό Ορούντα, απέκτησαν 13 παιδιά από τα οποία επέζησαν τελικά τα 10, 7 αγόρια και 3 κορίτσια. Η οικογένεια διέμενε σε ιδιόκτητο σπίτι στην ενορία του Αγίου Σάββα, ήταν αρκετά εύπορη και συντηρείτο από την εργασία του πατέρα, που είχε στην ιδιοκτησία του φούρνο και πανδοχείο. Η μητέρα
είχε ως μοναδική της απασχόληση τη φροντίδα του σπιτικού, όπως βέβαια και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Άνθρωποι ευλαβέστατοι, μετέτρεψαν ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους σε εικονοστάσι και προσευχητάριο, στο οποίο
κατέφευγαν όλα τα μέλη της οικογένειας.

Σταυροβούνι και Παλαιστίνη

Όπως αναφέρει ο Κωστής Κοκκινόφτας, λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή τους από το δημοτικό σχολείο τον Ιούλιο 1928, χωρίς να ενημερώσουν τους γονείς τους, τα δίδυμα αδέλφια έφυγαν κρυφά από τους γονείς τους στο ιστορικό μοναστήρι του Σταυροβουνιού, ξακουστό για την ησυχαστική και ασκητική του παράδοση. Ο πατέρας τους τούς επισκέφθηκε δύο ημέρες
μετά και τους έδωσε την ευχή του, όταν διαπίστωσε ότι ήθελαν να παραμείνουν στο μοναστήρι.

Η ζωή τους, όμως, έμελλε να πάρει διαφορετική πορεία όταν το 1934 επισκέφθηκε το μοναστήρι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου Τιμόθεος Θέμελης (1878-1955), μετέπειτα Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ο Θέμελη πρότεινε στον ηγούμενο Βαρνάβα και
στον πατέρα των διδύμων αδελφών να τους πάρει μαζί του στα Ιεροσόλυμα, όπου και θα φοιτούσαν στο εκεί Γυμνάσιο. Ο πατέρας των παιδιών έδωσε και πάλι την ευχή του, αφού αυτή ήταν και η επιθυμία τους. Την ίδια χρονιά αναχώρησαν 
για την Παλαιστίνη. Ο Αλέξανδρος το 1937 κάρηκε μοναχός και μετονομάσθηκε σε Ελπίδιο. Πέθανε στο Άγιον Όρος το 1983, αφού είχε υπηρετήσει σε διάφορα μέρη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στην Οδησσό και στην Κύπρο.

Παρακολουθώ από το 1990 την συγγραφική και ερευνητική δραστηριότητα του μελετητή. Λαογράφου, ιστορικού ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα. Η παρουσία του στα Κυπριακά  Γράμματα είναι ελπιδοφόρα και ουσιαστική. Κομίζει συνεχώς νέα
ερευνητικά ευρήματα και φωτίζει με ιδιαίτερα λεπτομερειακή καταγραφή, άγνωστες μορφές του δέκατου έννατου
και εικοστού αιώνα της Κύπρου.

Από τα χωριά της Μαραθάσας και τα μοναστήρια της περιοχής, μέχρι την Ιερά Μονή Κύκκου, το Σταυροβούνι, τη Μονή
του Αποστόλου Βαρνάβα. Από τους εξ Ελλάδος δασκάλους και καθηγητές που 
φωτίζουν την Κύπρο των πρώτων ετών της
Αγγλοκρατίας, μέχρι το Διονύσιο Κυκκώτη και τον μάρτυρα παπά-Χαράλαμπο τον εκ Λουρουτζίνας η γραφίδα του εικονογραφεί περίτεχνα.

Η παρουσία του, ως ερευνητή του Κέντρου Ερευνών της Ιεράς Μονής Κύκκου, είναι εκδοτικά γόνιμη και αποτελεί μια συνέχεια
στην παράδοση των Κυπρίων σοβαρών ερευνητών κυπρολογικών θεμάτων του εικοστού αιώνα. Προσωπικά τον θεωρώ ως
το σημαντικότερο διάδοχο των επιφανών αυτών ερευνητών, αφού κατά τεκμήριο τον χαρακτηρίζει ερευνητικό πάθος
μεθοδικότητα, εργατικότητα σπάνια, και τόλμη αξιοσημείωτη.

Κορυφαία στιγμή της συγγραφικής του πορείας θεωρώ την πολυσέλιδη ερευνητική εργασία για το Διονύσιο Κυκκώτη τον
μετέπειπα Μητροπολίτη Μαρεώτιδος. Στη δίτομη αυτή εργασία για το Διονύσιο Κυκκώτη φωτίζεται η ηγετική αυτή μορφή
της εξέγερσης των Οκτωβριανών  ο 
εξόριστος αυτός ηγέτης και μετέπειτα κορυφαίος λόγιος, θεολόγος και κληρικός
του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Συγκινητική είναι επίσης η πρόσφατη ερευνητική του εργασία για το Μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα και τους
μοναχούς του κατά τον εικοστό αιώνα.

Μια άλλη εικοσαετία ερευνών και συγγραφικής εργασίας είναι αρκετή για να τοποθετήσει τον Κωστή Κοκκινόφτα στην
ακολουθία των επιφανών ιστορικών και κοινωνικών ερευνητών του νησιού. Πλάι στον Κυριάκο Χατζηιωάννου, τον Κώστα
Κύρρη, τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκη, το Χρύσανθο Κυπριανού και τους άλλους χαλκέντερους ερευνητές του εικοστού
αιώνα.Ειναι όντως ευτυχημα πως η βιογράφηση του Αγιου Φιλουμενου αλλα και των διδασκάλων του είναι εργο της
ευλογημένης γραφίδος του.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Αναφέρει ο Κωστης Κοκκινοφτας για την παραμονη του και το μαρτυρικό του τέλος 
στην Παλαιστίνη. Αποφοιτώντας από τη
Σχολή του Πατριαρχείου ο Άγιος Φιλούμενος, παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα όπου υπηρέτησε, ως μέλος της Αγιοταφικής αδελφότητας, για 45 συνεχή χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια διορίστηκε ως ηγούμενος σε διάφορα προσκυνήματα –στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, στη Μονή του Αρχαγγέλου, στη Ραμάλλα, στον Αββά Θεοδόσιο, στον Προφήτη Ηλία, στο Φρέαρ του Ιακώβ- απ’ όπου διακόνησε με πολλή αγάπη και πόνο το εκάστοτε ποίμνιό του.
Ο κόσμος, και κυρίως οι απλοί άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικά και υλικά, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Πολλοί μάλιστα τον ευλαβούνταν από τον καιρό που ήταν εν ζωή, αφού από πολύ νωρίς απέκτησε τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομονάχου και πνευματικού.
Η ζωή του ήταν απλή και ταπεινή – σύμφωνη, όσο ήταν δυνατόν, με το αυστηρό μοναχικό τυπικό που ως παρακαταθήκη παρέλαβε από τους 
πρώτους πνευματικούς του πατέρες στο Σταυροβούνι. Ο ίδιος ήταν πολύ αυστηρός νηστευτής –συνήθως έτρωγε ελάχιστα και χωρίς να έχει απαιτήσεις για το είδος του φαγητού. Το ίδιο αυστηρός ήταν και στο θέμα της προσευχής και της τέλεσης των ακολουθιών (Στις ακολουθίες ήθελε το τυπικό και η εκκλησιαστική τάξη να τηρείται με πολλή ακρίβεια).
Αγαπούσε τη μελέτη –γι’ αυτό και ήταν καλά καταρτισμένος θεολογικά- και του άρεσε να διηγείται κομμάτια από τα
βιβλία που διάβαζε στους προσκυνητές που τον επισκέπτονταν. Πολλές φορές του είχαν προτείνει να φύγει από τα
Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει και επιστρέφοντας να ανεβεί σε μια ψηλότερη εκκλησιαστική τάξη. Ο Άγιος όμως πάντοτε αρνιόταν, αφού η μόνη του φιλοδοξία ήταν να αντιπροσωπεύει καλά το Μοναστήρι στα ηγουμενεία που διοριζόταν, όντας ένας σωστός μοναχός.
Το τελευταίο προσκύνημα στο οποίο διορίστηκε ήταν στο Φρέαρ του Ιακώβ.
Εκεί είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες γιατί συχνά τον επισκέπτονταν 
φανατικοί Σιωνιστές απαιτώντας να αφαιρέσει τις εικόνες και το Σταυρό από το ναό. Πολλές φορές μάλιστα τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν έφευγε από το προσκύνημα, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει εκεί ό,τι και αν συνέβαινε.
Το απόγευμα της 29 ης  Νοεμβρίου του 1979, μέρα που η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου μάρτυρος Φιλουμένου
–του εν Αγκύρα μαρτυρήσαντος εν έτη 270- «άγνωστοι» εισήλθαν στο Φρέαρ του Ιακώβ και επιτέθηκαν στον Άγιο. Τον
σκότωσαν κτυπώντας τον με τσεκούρι στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.

Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, ενώ φεύγοντας έριξαν  και μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας το χώρο σχεδόν ολοσχερώς.

Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε για νεκροψία στο Τελ Αβίβ και παρόλο που οι αρχές το έδωσαν στους πατέρες του
Πατριαρχείου μετά από 5 μέρες, δεν παρουσίαζε νεκρική ακαμψία αλλά ήταν μαλακό και ευλύγιστο σαν να ήταν εν
ζωή.

Η κηδεία έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλας (στις 4 Δεκεμβρίου του 1979), παρόντων των Αγιοταφιτών πατέρων, συγγενών
του Αγίου και πλήθους κόσμου, όχι μόνο ορθοδόξων αλλά και ετεροδόξων και μουσουλμάνων. Λίγο αργότερα έγινε και
η ταφή του μάρτυρος στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής αδελφότητας στην Αγία Σιών.
Τέσσερα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Αγίου Φιλουμένου, στις 30 Νοεμβρίου του 1983, πάρθηκε η απόφαση από το Πατριαρχείο να γίνει η ανακομιδή των οστών του. Όσοι ήταν παρόντες όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαυμαστό γεγονός: όταν ανοίχτηκε ο τάφος το σώμα του μάρτυρος ήταν άφθορο και ευωδιάζων, ως άνωθεν επισφράγιση της ένταξής του «εν
σκηναίς Αγίων».

Στη συνέχεια ξανακλείστηκε ο τάφος και άνοιξε ξανά στις 26 Δεκεμβρίου του 1984. Το σκήνωμά του Αγίου βρέθηκε
και πάλι να ευωδιάζει και να διατηρεί μερική αφθαρσία. Τότε, οι Αγιοταφίτες το τοποθέτησαν στο Ιερό Βήμα του ναού
της Αγίας Σιών. Στις μέρες μας έχει 
ολοκληρωθεί στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου περικαλλής τρίκλιτος ναός, του οποίου το ένα κλίτος  είναι αφιερωμένο στον Άγιο Φιλούμενο. Εκεί μεταφέρθηκε το 2008 και το σκήνωμά του. Σ’ αυτό προστρέχουν και πολλοί που ευλαβούνται τον Άγιο –όχι μόνο ορθόδοξοι αλλά και άραβες ακόμη και ετερόδοξοι- ζητώντας τις προς τον Κύριο
πρεσβείες του.  Στις  29 Νοεμβρίου του 2009 έχει γίνει από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων η επίσημη Αγιοκατάταξη του Αγίου.

Ο άγιος Φιλούμενος δείχνει τον δρόμο στους σύγχρονους Ελληνες Κυπριώτες με το μαρτυρικόν του ήθος. Οδηγεί όλους μας σε μια καινούργια ανακάλυψη της παραδόσεώς μας και της δυνατής βεβαιότητος που προσφέρει στην απόγνωση, στην κατήφεια, στην κατάθλιψη και στη μελαγχολία. Νά η οδός και για την Κύπρο μας. Δεν το ακούμε πρώτη φορά. Πόσες φορές το ’πε και το ‘γραψε ο δάσκαλος ο Διαμαντής. Το δίδαξε και το απάγγειλε ο ποιητής μας Μιχάλης Πασιαρδής. Δεκαετίες το εδίδαξε με το παράδειγμά του ο άλλος συνοδίτης του Αγίου Φιλουμένου ο γέροντας της Κύπρου Αθανάσιος Σταυροβουνιώτης, που ‘φυγε προ τριών ετών .Γνωστός για την αγάπη και την τιμή στον Αγιον Φιλούμενον πούταν κι αυτός παιδιώθεν τέκνον του Σταυροβουνίου.Ο γεροντας Αθανάσιος διακόνησε το νησί και την ελεημοσύνη εξ απαλών ονύχων. Αγρότης για ‘μας. Βοσκός και οικονόμος στα μετόχια για να στηριχτούν τα γύρω χωριά. Λειτουργός του Υψίστου ηλιόφωτος για να αναπνέει η νήσος…

Ο ΄Αγιος Φιλούμενος μας οδηγεί με τον βίο και το μαρτύριον του σε μια καινούργια ανακάλυψη της παραδόσεώς μας και της δυνατής βεβαιότητος που προσφέρει. Αυτός είναι ο δρόμος. Και τον συλλαβίζει μαζίν του και ένας ολιγογράμματος που χρόνια τώρα γυρεύει την ελπίδα και τη χαρά του τόπου τούτου. Κι ας είναι ο γράφων ο ίδιος πένης, άκληρος βιωμάτων.

Listen Live