Η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη διοικητική μηχανή της αποικιοκρατίας από τις απαρχές της μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου, είναι ένα ερευνητικό πεδίο που αν ερευνηθεί επαρκώς μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόηση συμπεριφορών και νοοτροπιών που αναπτύχθηκαν εντός της τουρκοκυπριακής μειονότητας από τις απαρχές του εικοστού αιώνα.
Η υπηρεσία δε των Τουρκοκυπρίων στην αποικιοκρατική Αστυνομία κρύβει πολλά κλειδιά στην ανάγνωση συμπεριφορών πολλών Τουρκοκυπρίων εργαζομένων στα κέντρα βασανισμού της περιόδου 1955 μέχρι το 1959.
Είναι πλέον ξεκάθαρη η συμμετοχή Τουρκοκυπρίων που εργάστηκαν ως στελέχη της Αστυνομίας σε βασανισμούς ακραίους στην Ομορφίτα, στη Λεύκα, στην Πόλη Χρυσοχούς, στο Ξερό, στις Πλάτρες. Μια πρώτη έρευνα της πορείας τους μετά την Ανεξαρτησία καταδεικνύει τη σπουδή για αποζημίωση όσων επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Αγγλία, ενώ άλλοι παρέμειναν παρά τον σκοτεινό τους ρόλο στην Κύπρο και έλαβαν ποικίλες ανταμοιβές.
Ευτυχώς έχει διασωθεί το κείμενο του Φρίξου Δημητριάδη, που κατατέθηκε στην πολύκροτη προσφυγή στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα βασανιστήρια στην Κύπρο του Αντιαποικιακού Αγώνα. Αποτέλεσε τη βάση για το πολύ σημαντικό βιβλίο του «Ομορφίτα, Πλάτρες, Ξερός», όπου παρουσιάζεται εκτενές προφίλ του Ασίμ Ερόλ, κορυφαίου ανακριτικού στελέχους της Αποικιοκρατίας και σημαντικού συνδέσμου του κυβερνητικού μηχανισμού των Βρετανών, με ποικίλα κέντρα του τουρκοκυπριακού περιθωρίου και με την κακόφημη επικουρική Αστυνομία που αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Τουρκοκύπριους.
Επίσης, διεσώθη η βάναυση τακτική βασανισμού στη Λεύκα, τόσο εντός του Σταθμού βασανιστηρίων όσο και εκτός στην ύπαιθρο, από μασκοφόρους βασανιστές.
Ήταν τόση η βαναυσότητα των Τουρκοκυπρίων βασανιστών της Λεύκας που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νόνη Εγγράφου, είχε στενοχωρήσει και τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη του γειτνιάζοντος καφενείου που δεν άντεχε να ακούει τα μαρτύρια των βασανιζομένων κρατουμένων.
Τέλος, σημαντικό κεφάλαιο της αρνητικής δράσης των Τουρκοκυπρίων αποτελεί η συμμετοχή τους σε δίκτυα πληροφοριοδοτών, συνειδητών, αμειβομένων ή κατόπιν εκφοβισμού. Η παρουσία τους πρωτοσυναντάται σε έγγραφα των Οκτωβριανών στη μεγάλη εκστρατεία κατά των φυγοδίκων και σε ακραία και ανήθικη μορφή στη δίκη του Ιάκωβου Πατάτσου με δίκτυο προετοιμασίας ψευδομαρτυρίας επ’ αμοιβεί.
Καθώς περνούν τα χρόνια και πολλοί μετέχοντες στην ΤΜΤ ομιλούν μπροστά στις κάμερες ή κατ’ ιδίαν, είναι πλέον πασιφανές πως νωρίς από το 1955, από την περίοδο των πρόδρομων συσπειρώσεων σε χωριά και γειτονιές, το τουρκικό κράτος καθώς και ειδικά τμήματα των βρετανικών υπηρεσιών έλεγχαν, προσανατόλιζαν και επέβαλλαν βελτιώσεις στις παράνομες δραστηριότητες της Βολκάν, της ΤΜΤ και της κατοπινής τουρκοκυπριακής διοίκησης των θυλάκων.
Σειρά εγγράφων του κυβερνήτη Φουτ τεκμηριώνουν τη μονομερή είσοδο της Τουρκοκυπριακής μειονότητας σε πογκρόμ βιαιοπραγιών και προβοκατόρικων ενεργειών κατά το έτος 1958.
Επιπρόσθετα, προκύπτει από μαρτυρίες τοπικών στρατιωτικών ηγετών των Τουρκοκυπρίων σε Αμμόχωστο, Λευκωσία και Κόκκινα, οργανωμένη εκπαίδευση 125 στελεχών στην Τουρκία σε στρατόπεδα και άλλους τουρκικούς χώρους που δεν προσδιορίζουν.
Εκπαίδευση στην προπαγάνδα και στην πρόταξη παραλόγων απαιτήσεων επί της Κύπρου λαμβάνει χώρα και στο Λονδίνο και στη Βρετανία γενικά, στους κόλπους των Τουρκοκυπρίων μεταναστών. Το όλο εγχείρημα περιέγραψε επαρκώς ο Ιερόθεος Κυκκώτης, οξύνους παρατηρητής και βαθύς γνώστης του βρετανικού στρατηγικού τρόπου σκέψης.
Ο Ιερόθεος Κυκκώτης νουθετεί
Ο Ιερόθεος Κυκκώτης κομίζει μια σειρά μηνυμάτων στους Κυπριώτες του σήμερα, στους Έλληνες αυτού του νησιού. Επίκαιρος ο λόγος του, οι επισημάνσεις και τα συμπεράσματά του για τις ενέργειες των Τουρκοκυπρίων. Οι πρακτικές και οι στρατηγικές του 1950 έχουν πολλά να μας διδάξουν για τους εμπλεκόμενους στα σενάρια λύσης του κυπριακού προβλήματος σήμερα.
Σημειώνει ο σοφός αγωνιστής:
«Από του 1950 και εντεύθεν ο Κυπριακός Αγών άρχισε να γίνεται διμέτωπος. Οι Τούρκοι ήρχισαν να προβάλλουν. Ολίγον προ του πολέμου 1939 και μετά τον πόλεμον οι Τούρκοι της Κύπρου και κυρίως ο λαός, δεν είχαν ούτε λαϊκήν αρχηγίαν ούτε καθόλου ανθελληνικά αισθήματα. Οι αγρόται και οι εργάται ήσαν επίσης θύματα του τοκιστού και του απατεώνος, εις δεν την Αγγλίαν Έλληνες και Τούρκοι συνειργάζοντο και αλληλοβοηθούντο. Όταν η Κυπριακή Αποικιακή Κυβέρνησις ήρχισε να αντιλαμβάνεται, μετά τον πόλεμον κυρίως, ότι οργανούται η ελληνοκυπριακή προπαγάνδα και γίνεται διεθνής, εσκέφθη ότι η τουρκοκυπριακή κοινότης θα της ήτο σανίς σωτηρίας. Είναι τότε που δια πρώτην φοράν αντελήφθηκα ότι εις το Λονδίνο ήρχισαν να οργανώνουν μερικά μέλη της τουρκικής παροικίας εναντίον των ελληνικών αξιώσεων».
Ο Ιερόθεος Κυκκώτης συνεχίζει με σαφήνεια και διορατικότητα:
«Τα πράγματα ήρχισαν να δυσκολεύονται. Πολλοί της Επιτροπής και άλλοι Κύπριοι και εδώ και εις την Κύπρον, δεν επήραν καθόλου σοβαρά το νέον αυτόν παράγοντα δια την κυπριακήν υπόθεσιν. Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω και τότε και αργότερα ετόνισα εις όλους ότι οι πράκτορες των Βρεττανών είναι ικανοί να εφεύρουν και να οπλίσουν Τούρκους με τέτοια επιχειρήματα και να τους προπαρασκευάσουν δια να τους έχουν εταίρους να χρησιμοποιηθούν όταν παραστεί η ανάγκη. Και η προπαρασκευή, και εδώ και εις την Κύπρον, έγινε πολύ προσεκτικά.
Εκ των υστέρων το θεωρώ παράδοξον, ακόμη και απίστευτον, ότι εις την Κύπρον ανθρώποι με τόσην πείρα και γνώσιν δεν ημπόρεσαν να δουν απ’ αρχής τον κίνδυνο της τουρκικής πλευράς…».
Αυτές είναι σοφές νουθεσίες και τα συμπεράσματα του αρχιμανδρίτη Ιερόθεου Κυκκώτη, μεγάλου αγωνιστή, κληρικού, κοινωνικού και πνευματικού εργάτη. Εξόριστου της δικτατορίας Μεταξά. Δυναμικού στην αντίσταση ενάντια στη Χούντα. Κυρίως όμως θερμού αγωνιστή της ελευθερίας. Δημοκράτης και βαθύς γνώστης των αποικιοκρατικών τακτικών και μεθοδεύσεων, μας προτείνει μια σωστική οπτική αξιολόγησης σωτήρων και κομιστών λύσης.