Εμεινα ξηστικος. Ηταν η κολώνα του Ιακωβου.
Παραμονή Χριστούγεννα του εξηντα έναν εφκαιννα τα ανηφορα της Τσαδας να πάω στο χωρκόν με μιαν δυναμενην ματσλεςς που την εγόρασα ποναν που νοικιαζεν μοτορες εις τη Λεμεσό.
Ειχα την σταμπαρισμενην γιατί με τον Μικρόν έκαμαμεν μαζίν της πολλές δουλειές του τομεως.Ειπα στην φυλακην αν ζήσω εννα δουλέψω να τη γοράσω.Μια νύχτα που μας ετζυνηουσαν καθηαυτον έσωσεν μας.Ουλλα επηενναν καλά τζιαι ελοαρκαζα να βρω τζιαι καφενεες ανοιχτους να δω τζιαι τον ταταν μου.
Τζιαμε πόξω που τον Καθηκαν εβρασεν η μοτορα....
Επεζεψα αψα το φανάριν .Να δω ήντα σιει η μοτορα.Σαν εφεγγα προς τη πάνω μερκαν του δρόμου έμεινα ξηστικος.Ηταν η κολώνα του Ιακωβου.Ετραππηησα τη δομην επήα κοντά του.Τζι είπα να του πω τζιαι να κλαψω.Ενεκαλιουμουν μόνος μου.
Εκλαια εγιώ που στην Ομορφιταν εφοηθειν ο βασανιστης τζιαι εσταμάτησεν.Γιατι εν εφώναζα, εν εκλαια άμαν ακτυπαν.Τζιαι τζείντην νύχταν που τα Άστρα ήτουν των Γεννων έκλαψα για ούλλα δίπλα τζιαμέ που πεξαν τον φίλο μου οι στρατιώτες των αλυσων γιατι υπακουσεν της Ελευθερίας τζιαι εθκιαβασεν επικηδειον του παλληκαρκου.
Υστερις που μιαν ωραν των δαρκων εξεκίνησα τη μοτοραν τζιαι εφτάσαν εις το χωρκόν.Μες το παλατιν του καφενέ εκάμαν μου τσια ιν, εσυβρασα Ηπια τζιαι κοννιακιν με τον ταταν μου να βράσω.Λαλει μου ο λεβενταδρωπος.Εσιει που το πρωίν
εχτες παλληκαριν που σκεφτομαι τον Κοβην μας Έννα μας λείπει πάλε τα Χριστούγεννα τζιαι ελουθειν του κλαματου ο πλατανος.Εδακρυσα.Εκλαιεν τζι ο ΘΚΕΙΟΣ μου ο καφετζιης σαν έφερνε το δεύτερον κοννιακιν.
Λαλει μας συδδακρυς.Εγενειν κάδρον πάστο τοίχον ο λεβεντης..Πκιον εθθυμηθημαν τα ούλλα.Εξημερωθημαν, επήαμε πρώτοι εις τον ορθρον των Χριστουγέννων του 1961.Εν ηξερω γιε μου.Ενωθαν σαναταν μες την εκκλησία τ Αη Πιφανη τζιαι εχαμογέλαν μας σαν τοτες στο Γυμνάσιον σαν εσυρναμεν νύχταν τα φυλλαδια της ατζιελοκαμωτης...