ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟΝ ΤΟΥ ΔΕΤΖΙΕΒΡΗ ΦΩΤΕΙΝΗ
Ο Μάκης Γιωργάλλας δεν ήτουν γιέ μου κανένας τυχαίος άδρωπος.Ήτουν παιδίν μορφωμένον εχέμυθον .Εν εθκιάλεεν εύκολά αθρώπους κοντά του ο Γληόρης μας μετά την μεάλην προδοσίαν. Ο Μάκης μας ήτουν του Παγκυπρίου.Έφηβος με όραμαν μελετηρός όξυπνος θαρραλέος.
Κοντεύκει Πρωτοχρονιά τζιαι αθθυμούμαι τον.Σαν τόμαθα ελυπήθηκα πολλά.Μα πέλα σέλα του Τροόδους ούλλοι της Οργάνωσης αγαπούσαν τον.Κατά παντού της νήσου εκλάψαν τον. Είσιεν χαρκιά πάνω του πάντα.Εκράτεν σημειώσεις .Πκοιοι εν αγαπούσαν την ελευθερίαν εις τα βουνά μας.Έτσι γεματωμένα επκιάαμέν τα πριν να το θάψουμεν νύχταν σκοτεινά πισσούριν ύστερα που τα κακάπου μας έκαμεν τζειντο πατρόλ με τους προδότες, τον επικουρικόν τζιαι τζείνον του Σπεσιαλ Μπραντς τον σκοτεινόν που μάχουνταν να παγιδεύσουν τον Μηνάν να μας συλλάβουν.Επολεμήσαμέν ο Μάστρος περίτου τζι ο Μάκης.Εκοπήκαν του βούρου με το καλόν τους τ αυτοκίνητον.Μα με τις ριπές τους ετραυματίσαν τον Μάκην μας τζιαι εν άντεξεν εξαψυσιησεν με την αγκάλην τη γαλάνην τζιαι τ όνομαν του Μάστρου μας του πολλοπλούμιστου του Γληόρη.Απου το Μαραθόβουνον ανέβηκέν αντάρτης
Τζιαι κάθε νύχτα κάρτερω Μάκη μου πως εννάρτεις.
Εν οι τζιαιροι παράτζιαιροι τζιαι μείναμεν αρφάνιαν
Καλιωρα του πανέβηκε περκαλλος στα ουράνια
Κόμα κλαίω τον το Μάκη μας γιε μου.Ήτουν γρουσαφένος.Μιαν νύχτα που πήρα τα φαγιά ουλλόν ψυχαθκια εφίλησεν μου το σιέριν μου.Μα ήρτες ούλλον σιοννιάν θκειε.
Ήρτα γιούλλη μου.Δέκα γρόνους εκάμεν ο τζιύρης μου στη χάψην εις τα Οκτωβριανά.Αφησεν μου το παραντζιελλιάν.Ο,τι ώρα τζιαι νάρτει τζιαι εννα φκούμεν κλέφτες στα βουνά για την Ελευθερίαν που τα παλλιά τα μονοπάθκια να παέννεις τα παππογονικά μας να τους πέρεις το φα ίν.Άλλος εν τα ξέρει .Τζιαι να φκει μάστρος σαν το Δυσσέαν αντρειός να του κρόνεσαι γιε μου καλέ μου.
Εν ημπορώ να με σταθώ στο λόον του τζυρου μου Μάκη..
Ως του τζιαιρου πονναπάμεν εις τη μάναν μας για στους ουρανούς.
Ο Μάκης γούλη μου εκέρτησεν τους ουρανους του φωτός...