الأربعاء, تشرين2 6, 2024

ΛΥΧΝΑΦΗΣ

ΛΥΧΝΑΦΗΣ

Εναν τζιαιρόν επκιάναμεν δουλειάν που τα ξηφώθκια ήντα ξηφώθκια. ΛΥΧΝΑΦΗΣ επκιάνναμεν δουλειάν τζιαι έπρεπεν να πάεις εις την Αθκιάν ή στο Βασιλόκαμπον με το γαούριν για με την καρρέτταν του Τράκτου. Μια βολάν εσυγχήσαμεν αλόπως τα θκιαβάσματα του τζιαιρού τζιαι της ώρας. Είσιεν τζιαι σύννεφα πολλά. Εφτάσαμεν εις τα Μοναστήρκα μα κόμα εν ελάλεν να ξημερώσει.Άκουσεν μας ένας θκειος που τη μάντρα του. Εφκέειν έξω να δει. Λαλεί μου μα γιούλι μου εφόρτωες που τα μεσάνυχτα νάρτεις.Κόμα εν πρώμα η ώρα. Θέλει να ξημερώσει. Έδωσεν μου πέφτζιν τζιαι έππεσα μες το στιάιν. Έτσι μου μεινεν το παρατσούκλιν ο Λυχνάφης. Πως επάεννα εις τα χωράσσια τζιαι κόμα άφταν ι λύχνοι τζιαι οι λάμπες της νυχτός.

Ύστερις είπεν μο νας δάσκαλός μιάλος. Τούτον εννεν παραγκόμιν εν παρασημον γρουσόν.

Listen Live