Του Σοφοκλή Μούσουλου
Ο Κύριος Ερντογάν καθημερινά απειλεί ότι θα τιμωρήσει τους Έλληνες και καυχιέται ότι το 1922 τους έριξε στη θάλασσα.
Προσπαθεί ο κ. Ερντογάν να παρουσιαστεί σαν ένας νέος ‘Ερτογρούλ’ (γιος του Σουλεϊμάν- Σαχ αρχηγού της φυλής των Καγί – 1220 μ.Χ.) που μετά την εισβολή του Τσέγκις Χαν στο Τουρκμενιστάν αναγκάστηκε να μεταναστεύσει και να κατορθώσει (με πολέμους) να εδραιώσει την παρουσία των Τούρκων στην Μ. Ασία, όπου και αργότερα ο γιος του, Οθμάν, ίδρυσε την Οθωμανική αυτοκρατορία που μεταξύ του 14 ου και 20 ου αιώνα έλεγχε μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Ίσως προσπαθεί ο κ. Ερντογάν να παρουσιαστεί και σαν ένας νέος ‘Κεμάλ Ατατούρκ’ (1881-1938) που μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ίδρυσε το νέο Τουρκικό κράτος που κτίστηκε με
το αίμα της γενοκτονίας των Ελλήνων και των Αρμενίων (1915) στη Μικρά Ασία.
Όμως, για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους, να θυμηθούμε πως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε τον Οκτώβριο του 1918 με την υπογραφή ειρήνης στον Μούδρο της Λήμνου. Οι δυνάμεις της ‘Συνεννοήσεως / Αντάντ’ (Βρετανία, Γαλλία Σερβία και αργότερα Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ρουμανία και ΗΠΑ) ήταν οι νικηφόρες δυνάμεις εναντίον του ‘Άξονα’ των ‘Κεντρικών Δυνάμεων’ (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και αργότερα Οθωμανική Τουρκία και Βουλγαρία).
Μετά τη Συνθήκη του Μούδρου ακολούθησαν η Συνθήκη των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), η Συνθήκη του Αγίου Γερμανού (10 Σεπτεμβρίου 1919), η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919), η Συνθήκη του Τριανόν (4 Ιουνίου 1920 και η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920). Στο μεταξύ η κατάσταση στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε διαφοροποιηθεί
σημαντικά. Τον Νοέμβριο του 1918 βρετανικές δυνάμεις είχαν θέσει κάτω από τον έλεγχο τους την Κωνσταντινούπολη, τα Δαρδανέλια, περιοχές της Θράκης, τον Καύκασο και τη Μεσοποταμία. Η Γαλλία κατέλαβε την περιοχή της Κιλικίας (Νοτιο-Ανατολική Τουρκία), η Ιταλία αποβίβασε στρατό στην Αττάλεια (Νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας) και το Μάϊο του
1919 επιτράπηκε στην Ελλάδα η στρατιωτική κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό στρατό.
Όλοι ήθελαν και δεν ήθελαν το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ στο εσωτερικό της υπήρχαν οι συγκρούσεις μεταξύ του Σουλτάνου και του Κεμάλ Ατατούρκ. Η Γαλλία ήθελε να διατηρήσει τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εφόσον διέθετε το 60% του μεριδίου του δημόσιου Οθωμανικού χρέους, ενώ η Βρετανία μόνο το 14%,
που σημαίνει πως στην περίπτωση κατάρρευσης και διαμελισμού του Οθωμανικού κράτους οι δυο αυτές χώρες θα δεχόντουσαν οικονομικό πλήγμα, θα έχαναν τον έλεγχο τους πάνω στις πηγές εσόδων του Οθωμανικού κράτους και θα μειωνόταν η επιρροή τους. Εξάλλου το πραγματικό ενδιαφέρον της Γαλλίας και της Βρετανίας επικεντρωνόταν στην κατάσταση απόλυτου ελέγχου της Μεσοποταμίας (Ιράκ-Μοσούλη), Συρίας, Παλαιστίνης και Λιβάνου.
Η κατάληψη της Σμύρνης από τους Έλληνες δεν ήταν εύκολη εφόσον η Ιωνία ήταν ένας πολύ μικρός χώρος σε σύγκριση με την τεράστια ελεγχόμενη από τους Τούρκους εδαφική μικρασιατική μάζα. Η εθνικιστική Τουρκία του Κεμάλ θεωρούσε ότι οι επεμβάσεις των ξένων στην Τουρκία ήταν ένας κατακτητικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος εναντίον των Τούρκων που
ήταν εθνικιστικά αποφασισμένοι να πολεμήσουν για τη ‘μητέρα πατρίδα’ μέχρι θανάτου. Το κυριότερο όμως πρόβλημα δεν ήταν μόνον η κατάληψη της Σμύρνης από τους Έλληνες, αλλά και πώς θα μπορούσαν (μακροπρόθεσμα) να την κρατήσουν. Η περιοχή της Σμύρνης δεν διέθετε φυσικά σύνορα διότι οι ποταμοί και οι ορεινοί όγκοι τοποθετημένοι οριζόντια στο
χάρτη πρόσφεραν διόδους εισβολής παρά εμπόδια. Το μέγεθος της στρατιωτικής οικονομικής προσπάθειας (χωρίς την παρουσία ισχυρών συμμάχων) ήταν δυσβάσταχτο για μια μικρή χώρα όπως την Ελλάδα. Ο εθνικός διχασμός με τη σύγκρουση μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο στις διπλωματικές προσπάθειες της Ελλάδας η οποία και μετά την αποχώρηση του Ελευθέριου Βενιζέλου (1920) θεωρήθηκε πλέον χώρα εχθρική από τους ευρωπαίους συμμάχους, και απομονώθηκε.
Πρώτη η Γαλλία που εποφθαλμιούσε τα εδάφη της Μέσης Ανατολής, όταν είδε τη μαζικότητα στήριξης των Τούρκων στο πρόσωπο του Κεμάλ Ατατούρκ υπόγραψε μαζί του συμφωνία ανακωχής τον Μάϊο του 1920 και με τη συμφωνία Φρανκλίν-Μπουγιόν εκκένωσε την Κιλικία παραχωρώντας όλον τον οπλισμό της στον Κεμάλ. Το Μάρτιο του 1921 η Ιταλία προχώρησε σε μια συνεννόηση με τον Κεμάλ που πρόβλεπε την αποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων από τα τουρκικά εδάφη. Το Μάρτιο του 1921 υπογράφηκε μεταξύ κεμαλικών και Σοβιετικής Ρωσίας η ‘Συμφωνία της Μόσχας’ που αναγνώριζε την κυβέρνηση του Κεμάλ προσφέροντας στην Τουρκία οπλισμό (40,000 τυφέκια, 327 οπλοπολυβόλα, 54 πυροβόλα, 150,000 οβίδες, χειροβομβίδες σφαίρες κ.ά.), ως επίσης 11 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια και 75,000 χρυσά ρούβλια σε ράβδους χρυσού.
Έτσι παρέμεινε μόνη της η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό ολετήρα. Ο Ελληνικός στρατός με ανείπωτες πράξεις αυτοθυσίας και ηρωισμού συνέχισε τον πόλεμο μόνος του φτάνοντας μέχρι περίπου 70 χλμ από την Άγκυρα. Όμως όπως είχε σωστά προβλέψει ο Ιωάννης Μεταξάς (ένα από τα καλύτερα στρατιωτικά μυαλά της εποχής εκείνης) επειδή η Μικρά Ασία αποτελούσε ένα οικονομικό και γεωγραφικό σύνολο που ήταν πολύ δύσκολο να διαιρεθεί, όπου η τουρκική πληθυσμιακή υπεροχή έναντι των Ελλήνων ήταν συντριπτική, όλα τα δεδομένα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το δυτικό μέρος της Μ. Ασίας (που δεν είχε φυσικά σύνορα), δεν θα μπορούσε να κρατηθεί μόνο από μια μόνιμη Ελληνική παρουσία χωρίς να κατατεμαχιστεί η Τουρκία από μια συμμαχία Ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Κατά συνέπεια, στην πραγματικότητα η ‘Μικρασιατική καταστροφή’ δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου αλλά το αποτέλεσμα της υποχώρησης των συμμαχικών δυνάμεων που εγκατέλειψαν την Ελλάδα για να συνεχίσει μόνη της ένα το σχεδιασμό που είχαν όλοι συμφωνήσει.
Όμως να θυμηθούμε τί έγινε 100 χρόνια πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή. Τότε δεν υπήρχε Ελλάδα, αλλά υπήρχαν Έλληνες υπόδουλοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και το 1821 οι ήρωες της αρχαίας Ελλάδας μπήκαν στις ψυχές των Ελλήνων ηρώων στη Μολδοβλαχία, στην Πελοπόννησο στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θράκη, στην Κρήτη στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και ξεσηκώθηκαν εναντίον μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας και βροντοφώναξαν “Ελευθερία ή Θάνατος” κι έδιωξαν τους Τούρκους, άλλους γκρέμισαν στα Δερβενάκια, άλλους βύθισαν με τις ναυαρχίδες στο Αιγαίο, άλλους αφάνισαν σε εκατοντάδες μάχες σώμα με σώμα, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αυτά τα γνωρίζει ο κύριος Ερντογάν;
Κατά συνέπεια Κύριε Μητσοτάκη, θα μπορούσατε να απαντήσετε πως δεν είναι οι Τούρκοι που έριξαν τους Έλληνες στη Θάλασσα αλλά αυτοί που έριξαν τους Τούρκους στη θάλασσα ήταν οι Έλληνες όταν το 1821 πολέμησαν μια αυτοκρατορία την οποία θέλει τώρα να αναβιώσει ο Νεο-Σουλτάνος Ερντογάν.