Ήταν η μόνη φορά που εν εδεχτημαν τσιφτεν μες το κουτουιν. Ειπαμεν τα καλάντα, εφααμεν τα κουλλουρακια μας. Εβαλεν μας τζιαι την πορτοκαλλαδαν η γιαγιά η Ελένη.Ξεριζωμενη, φτωχη σρχοντισσα της Καρπασιας. Μονη, μονοτατη, με μιαν μικρή σύνταξη. Εφορτωσεν την τελευταία ωραν ο βαφτιστικος της τζιαι έβαλεν του ευτζιες. Ουλλα τα παιθκιά στην ξενηθκειαν.
Καλο ναρτετε αύριον μόλις τελειωσετε τον γύρο να σας κάμω καπηρες μωρά μου. Οκτω πάρα, με πόθκια φουσκωμενα εκτύπησαμεν την πόρτα του φτωσικου της. Σαννα τζιαι έξερεν το. Τσα ι ν βραστον σακομηλιαν με λλίο ζάχαρη. Επιναμεν εβρασαμεν. Υστερα να φκάλλει τες καπηρες που τη γραδελλαν να τις πλουμιζει μαργαρινην. Πκιαστε μωρά να παρηορηθειτε που τους γυρους. Εκατσεν τζιαι η γιαγιά μαζί μας. Ετρωαμεν σιγά ,σιγά τζιαι το τυρουιν που μας έκοψεν τζιαι ακούαμεν να μας ιστορα τα Χριστούγεννα του τόπου της. Στους τόπους μας μωρά μου...Εφυαμεν εννιά τζιαι καρτον μεθυσμενοι αγαπην, χαρουσιμα εμοιρασαμεν την εισπραξην τζιαι σαν είμαστεν κάτω που την λάμπα λαλεί ο Αρχηγός. Μαντα μπουν τούτα. Η γιαγιά η Ελένη επλουμισεν μας πονα πεντολιρον πόψε...Επολοηθηκα τζιαι λαλώ του. Ε χρυσες λιρες που μας επλουμισεν.
Που τα αλήθκεια χρυσες λιρες λαλεί ο Κωστης ο αρφανος. Ετσι τσα ιν ,έτσι καπηρες ,έτσι ιστορίες πρώτη φορά μου τζιερασαν.
Τζιαι εγυαλιζαν τα μάθκια μας...Που τοτες που μας εβρισκες που μας εχαννες. Εις τες καπηρες τζιαι τις παραβολαες τα αινιγματα της τριτης μας γιαγιάς....
Ήταν οι τζιαιροι που είσιεν κάθε στράτα τζιαι μιαν γρουσην γιαγιά αρχοντισσα που κάμνει χρυσες καπηρες τζιαι τσαγια τιμαλφη κωσταντι ατα