Ήταν Ιούνης όταν εππεσε το σύνθημα στο Ζ Δημοτικό. Φεύκουν οι Εγγλέζοι. Μια φυγη παράδοξη στην αρχή του καλοκαιριού. Οι λίγοι νουνεχεις έλεγαν πως δεν φεύγουν αλλά για κάποιο σοβαρό λόγο εισερχονται στις Βασεις τους. Οι πολλοι ριχτηκαν στο πλιατσικο γιατι εφευγαν οφθαλμοφανως βιαστικά. Κάτι ερχόταν από το οποιο η πόλη της Λεμεσού και ιδιαίτερα ο Άης Γιάννης δεν
θα τους προστάτευε. Μια ασσιελια τόπος που τον προνομιούχο τουρκομαχαλα που δεν ήταν θύλακας και η Αγκύρας έκανε χρυσες δουλειες όπως και τα κέντρα ιδιαίτερα αυτό του Αρίφη.
Από τότε συχνά θυμάμαι τα μπροστινα των εγγλέζων να κομίζουν σιωπηλα μέρες ακόμη του Ιούνη κατι πνιγηρά σιωπηλό. Όταν μπαιναμε στα δεκα πόθκια τούτων των σπιθκιών να προβαρούμε πως λειτουργούσαν κάτι απαγορευμένα παιχνιθκια των εγγλεζουθκιών κάτι δεν μου άρεσε κι ας ήμουν μόνο οκτω χρονών. Πολλοι μάζευαν αυτά τα αφημένα μικροπράγματα. Δεν καταδέκτηκα να πάρω. Όμως ακόμα και σήμερα με τρωει. Οι μεγάλοι ,η Αστυνομία, οι Υπηρεσιες Πληροφοριών,ο τύπος,οι Έλληνες υπάλληλοι του Χαίαριγκ της αγγλικης υπηρεσίας ενοικιάσεων τι έκαναν. Απλά φορτωναν έπιπλα. Κανεις δεν προβληματίστηκε όταν οκτάχρονοι κατι ένοιωθαν.
Όταν ήρθε το Πραξικόπημα δεν υπήρχε σκιά καν αγγλική στην γειτονια σε ολόκληρή την πόλη.Τότε οι νουνεχεις άρχισαν να ανησυχούν περισσότερο. Κάποιοι σε όλα αμέτοχοι συνεχισαν να παίζουν τάβλι. Αυτό κι αν δεν το ξέχασα ποτε. Τα βράδυα η γειτονια ζώνη πολέμου. Φύγαμε από το σπίτι. Πήγαμε στης θείας κοντα στο Ζ Δημοτικό. Ο πατέρας κοιμόταν δίπλα μου τα βράδυα εκείνα. Ποτε δε συμπάθησε τα καμώματα πολλών μετα το 1961. Μετά τη δολοφονία του αγαπημένου του τροφοδότη μίσησε την αδελφοκτόνη βία και ακολούθησε ένα δρόμο πόνου και οδύνης για τον τόπο. Στις είκοσι Ιουλίου η Εισβολή εξήγησε πλήρως τη φυγή των Αγγλων από τη γειτονιά.