Ο ποιητής Ανδρέας Παστελλάς είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και φιλολόγους της Κύπρου. Η παρουσία του στα πνευματικά πράγματα του νησιού μας χρονολογείται από τα χρόνια του ξεσηκωμού. Ευαίσθητος παρατηρητής και μάστορας του λόγου αποτέλεσε οδοδείχτη ισορροπίας για πολλούς νέους ανθρώπους της Κύπρου και ικανό αποκρυπτογράφο της πονηρής δεκαετίας του εξήντα. Βέβαια αυτά έχουν εξηγηθεί επαρκώς από το φίλο Σάββα Παύλου σε σημειώματα και δημοσιεύσεις που προηγήθηκαν αυτού του ταπεινού κειμένου. Όμως η επανάληψη κάποιων αληθειών είναι χρήσιμη σε καιρούς πονηρούς με την πλημμυρίδα των απλουστεύσεων που μας κατακλύζει.
Πρωτοδιάβασα την πρώτη του συλλογή το 1985, φοιτητής ακόμα και εντυπωσιάστηκε από την εικονογράφηση κάποιων αληθειών που ενοχλούσαν ακόμη και τότε. Δυο χρόνια πριν είχα συναντηθεί με τη «Συλλογή» του συμπολίτη και ομότεχνου του Γιάννη Παπαδόπουλου και έβρισκα μια πνευματική συγγένεια σε αρκετά από τα ποιήματα και τους προβληματισμούς τους.
Το καλοκαίρι του 1989 αποφάσισα να επιχειρήσω μια πρώτη παρουσίαση των σημειώσεων που κρατούσα στις νεανικές μεταεφηβικές εκείνες αναγνώσεις. Εκείνο το πρώτο κείμενο βρήκε φιλόξενο χώρο στις σελίδες του περιοδικού «Σύναξη» που το καλοκαίρι του 1989 επιχειρούσε ένα άκρως ενδιαφέρον και πλούσιο αφιέρωμα στην Κύπρο: Έγραφα τότε για το
Χώρο Διασποράς: «Η επανέκδοση ποιητικού βιβλίου δεν είναι συχνό φαινόμενο για τα εκδοτικά δεδομένα της Κύπρου. Μεγάλες προοπτικές κυκλοφορίας σπάνια υπάρχουν. Με ένα ολιγάριθμο και δύσκαμπτο αναγνωστικό κοινό, χωρίς εύκολες προσβάσεις στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, τι μπορεί να περιμένει ένας ποιητής; Απλά να μην αποτύχει η έξοδος του
στοιβαγμένη στα αδιάφορα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Στην περίπτωση της συλλογής «Χώρος διασποράς» του Ανδρέα Παστελλά, τα πράγματα λειτούργησαν διαφορετικά. Το βιβλίο γνώρισε επιτυχία, τιμήθηκε με κρατικό βραβείο και τελικά εξαντλήθηκε. Ο ποιητής δεν ήταν άγνωστος όταν πρωτοπερπάτησε το λόγο του στις μηχανές τυπογραφίας των Αθηνών. Νεαρός τότε φιλόλογος συμμετείχε σε συντακτικές
ομάδες και περιοδικά. Δε διψούσε για εκδοτική παρουσία. Περίμενε. Και σαν ωρίμασε η γραφή κατάθεσε τις ολιγόστιχες αποκρίσεις για τα μεγάλα ερωτηματικά, τις γυμνές αλήθειες.
Η δεύτερη έκδοση δεν έγινε για να υπάρχουν πρόχειρα σε πρώτη ζήτηση αντίτυπα του βιβλίου στις προθήκες και το ράφι. Ήταν βέβαια εξαντλημένο, δυσεύρετο και στις βιβλιοθήκες. Ομοιότητα σκληρή του κυπριακού βίου στις εκπνοές δύο διαφορετικών δεκαετιών προδίδει αυτή η αιφνιδιαστική επανέκδοση από το γνωστό εκδοτικό οίκο «Αιγαίο». Αθέατη
όψη κρύβει καλά η ευχάριστη επιστροφή του Παστελλά.
Η κριτική ήταν και είναι εγκωμιαστική. Νεωτερική γραφή χωρίς να είναι δύσβατη διασώζει την αλήθεια μέσα από την οπτική του οράματος. Εύστοχες παρουσιάσεις της Κύπρου σε βήματα πρώτα τότε μόλις μετά το 60. Μαρτυρική αναμέτρηση με το καμίνι της εθνικής ορφάνιας, της άδικης περιπλάνησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποιες άλλες ποιητικές
απόπειρες. Εικόνες, ομορφιά, καημός η ζωή σε επίπεδο τόσο απλό μια τόσο απόμερο για όσους θέλησαν να είναι τίμιοι με τον εαυτό τους, τον τόπο, το παρελθόν και τις παλιές αγάπες τους.
Κάθε σιγή αποκρύβει μέσα της μια δυναμική, ένα θησαυρό κρυμμένο ή ακόμη την εντιμότητα της αποχώρησης. Νομίζω πως για τον Παστελλά είκοσι χρόνια σιωπής είναι αρκετά. Είναι αλήθεια πως βασικοί ποιητές του Κυπριακού ξεσηκωμού έμειναν πεισματικά μακριά από την κατάθεση του αιχμηρού τους λόγου. Τούτη την ώρα σημαίνει ένα προσκλητήριο για το αύριο που δεν περιμένει, και την Κύπρο που χάνεται…».
Ανδρέας Χριστοφίδης και Ανδρέας Παστελλάς
Την ποιητική δύναμη του Παστελλά τη σημείωσαν εδώ και δεκαετίες σημαντικοί κριτικοί. Ανάμεσα τους ο Ανδρέας Χριστοφίδης, μορφή γιγάντια στα γράμματα μας, γραφίδα ιδιαιτέρως κριτικής διεισδυτικότητας. Στο πολύ σημαντικό κείμενο του «Παρατηρήσεις στη σύγχρονη Κυπριακή Λογοτεχνία» επιστρέφει συχνά στον ποιητή λες και ανησυχεί μπας και χαθεί μες την τύρβη των δύσβατων ετών μια ρωμαλέα φωνή. Πρώτα, πρώτα τον ξεχωρίζει μαζί με τους συντρόφους του ποιητές. Γράφει για όσους σημαντικούς έγραφαν
ποίηση στα χρόνια του αγώνα.
Αφού απαριθμεί τους παλαιότερους Κύπριους ποιητές που αποδεσμεύονται από την παλαιότερη θεματογραφία ιχνηλατεί τη νέα γενεά των ποιητών που ρίχνονται στο καμίνι του αγώνα για ελευθερία «Μαζί τους με την καθαρότητα μια γενιάς, που δεν πρόλαβε να ασχοληθεί με θεματογραφία άλλη, αλλά δόθηκε με την πρώτη λογοτεχνική εφηβεία στον αγώνα – οι καινούργιες φωνές «φωνές του Παστελλά, του Λαζάρου, του Παπαδόπουλου του Κωνσταντή, του Πυλιώτη, του Στυλιανού να μιλούνε με ποιητικό κύρος που ξεκινά και καταλήγει σαν συντεταγμένη των περιστάσεων και της ποιητικής δυνάμεως του καθενός.
Όλα τα δημιουργήματα, που γράφονται τα χρόνια της επαναστάσεως δεν βλέπουν το φως το ίδιο εκείνο καιρό, μερικά δημοσιεύονται σε εφημερίδες ή στους «Καιρούς της Κύπρου (εδώ ο δοκιμιογράφος υπαινίσσεται τον Παστελλά ή σε ελλαδικά περιοδικά (με ψευδώνυμο κάποτε) ή κυκλοφορούν (περίπτωση Παπαδόπουλου) μαζί με τα μυστικά φυλλάδια της «ΕΟΚΑ».
Κατόπιν ο Χριστοφίδης γράφει στις αμέσως επόμενες σελίδες του δοκιμίου με θλίψη διαβλέποντας μια απώλεια και μια σιγή για να επανορθώσει το 1995 με ένα λιτό σχόλιο. «Ο Παστελλάς επανήλθε με αξιόλογους στίχους. Γράφει λοιπόν ο επιφανής δοκιμιογράφος: «Στο δρόμο είχαμε απώλειες: Ο Παστελλάς που θα κρατεί σταθερή θέση στις ανθολογίες μας με τα ποιήματα του αγώνα – ο Λαζάρου που τόσο ευχάριστα εξέπληξε με το Ενδοσκόπιο» κι η μεγαλύτερη απώλεια, ο βασικός στην εξέλιξη της νεώτερης ποίησης μας Κραλής, σίγησαν».
Στην προτελευταία παράγραφο του κειμένου θα επανέλθει με τρόπο υπαινικτικό καθώς αξιολογεί την ποίηση και τους ποιητές της Κύπρου. «Δε λέω ότι αυτός ο υποθετικός μελετητής θα βάλει δίπλα στο βαθμό του καθενός άριστα καθώς έκαμε κάποτε ο Παστελλάς για τους μαθητές του. Θα βρει τις μετριότητες και τις ασημαντότητες που ασφαλώς βρίσκονται ανάμεσα μας, θα ξεδιαλύνει το απόσταγμα από τη διάλυση, αυτά που θα επιζήσουν κι έξω από την εποχή τους….»
Ο Χριστοφίδης θα τον ξαναθυμηθεί χρόνια πολλά μετά την εισβολή στο επίσης σημαντικό κείμενο του:
«Η Κυπριακή ποίηση μετά την εισβολή» όπου σημειώνει την όντως οριακή σημασία του ποιήματος ΕΝ ΣΥΒΑΡΕΙ 413 π.Χ»
«Η διαμάχη, έτσι σχηματικά αναφέρομαι, μεταξύ εκείνων που θεωρούνται «φοινικίζοντες» και όσων λογαριάζονται ως σταθερά ανεξαρτήτως ιστορικών συγκυριών ελληνοκεντρικοί» είχεν αρχίσει με αποτέλεσμα βασικά να ξεκαθαρίσει από περιττές οξείες γωνίες την ποιητική ταυτότητα των Ελλήνων της Κύπρου που φυσικά, θελητά ή αθέλητα, σφραγίζονται από τη γλώσσα. Ο Παστελλάς που στο κλασικό του ποια ποιήμα «Άδεια θρνία» έδινε στους μαθητές άριστα, γιατί το 1955-1959, έγραφαν την ορθογραφία τους στο
τοίχο, επιχειρεί να δώσει μια μορφή εικόνας για την μετανεξαρτησιακή γενιά:
ΕΝ ΣΥΒΑΡΕΙ 413π.Χ.
Καλά την έχουμε, λοιπόν εμείς οι Συβαρίτες
Εν μέρει Έλληνες και ολίγον φοινικίζοντες.
Τα πράγματα τα βλέπομεν αλλά και καθαρά ως είναι
Χωρίς προεκτάσεις ρομαντικάς επικίνδυνους
Κοινώς «ρεαλιστικά», ως ισχυρίζονται για μας φίλοι μας άσπονδοι (με κακεντρέχειαν, ασφαλώς, αυτό να λέγεται.
Οι Σπαρτιάται δεν το αρνούμεθα – υπήρξαν κάποτε και είναι κίνδυνος μέγας.
Επικαλούμενοι τη δωρικήν καταγωγήν δρακός επήλυδων εποίκων.
Σήμερον όμως κίνδυνος εμφανής και ωμή πραγματικότητα
Οι Αθηναίοι είναι,
Παρ΄όλον όχι σύμμαχοι, φίλοι και προστάται ήλθον.
Η εκκλησία του δήμου πολύ ταλαιπωρήθηκε μίαν τοιαύτην απόφασιν να λάβει.
Τώρα τα πράγματα ήλλαξαν. Και οι Σπαρτιάται κίνδυνος μέγας είναι, αλλά και οι Αθηναίοι».
Η επιστροφή του Ανδρέα Παστελλά.
Το 1995 εκδόθηκε στη Λευκωσία η ποιητική επιστροφή του Ανδρέα Παστελλά. Είκοσι δύο ποιήματα. Το έβδομο στη σειρά δίδει και τον τίτλο «ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΣ ΑΠΟΣΧΗΜΑΤΙΣΘΕΙΣ». Ο ποιητής Παστελλάς επιστρέφει στις γνώριμες οδού της στιχουργικής των αληθειών. Είναι πιότερο πονεμένος τώρα. Εξάλλου δεν στιχουργεί προανακρούσματα της Τραγωδίας.
Εικονογραφεί την ίδια την τραγωδία. Από τις πρώτες αναγνώσεις ξεχωρίζω το ποιήμα «Όταν οι ποιητές αποφασίζουν να κάψουν τα ποιήματά τους», μια συνομιλία του Παστελλά με το φίλο του ποιητή και πρωτομάστορα Παντελή Μηχανικό, όπου τα σύμβολα της ποιητικής του Μηχανικού ψηφιδώνουν μιαν νέα ποιητική παραβολή, απαράμμιλη απόπειρα εικονισμού μιας εποχής και ενός επιτυχούς πορτραίτου του Παντελή Μηχανικού τον αγώνα και της αγωνίας του.
Και το ποιήμα να τελειώνει με τον ποιητή να συνομιλεί, να εξηγεί να απολογείται:
«Τέτοια παραμύθια, ή αν θες παραβολές,
λέμε, καημένε Παντελή, σ΄αυτή την έρημη χώρα
που λιθοβολει τους προφήτες της,
την ώρα που εσύ, μικρός όσιος,
θα κάθεσαι στα πόδια
του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή
ν΄ακούς να σου ανιστορεί
πως του πήραν κι εκείνου το κεφάλι
για την ανόητη παρρησία του».
Ο «Χώρος διασποράς» δεν έμεινε τελικά ένα μετέωρο ούτε ο Ανδρέας Παστελλάς σίγησε. Ομιλεί και επιστρέφει επιχειρεί καταβυθίσεις με σπάνια σκάφανδρα για «ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει».