Ο Μόδεστος Παντελή ήταν ο πρώτος νεκρός του αγώνα. Σκοτώθηκε ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955, ενώ προσπαθούσε να αποκόψει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος προς
την πόλη της Αμμοχώστου. Άφησε την τελευταία του πνοή στους θεμελιούς της Κυπριακής Επανάστασης καθώς ξημέρωνε η Λαμπρή του Γένους. Τιμώντας τη θυσία του ο
Παπαδόπουλος έγραψε αυτό το ποίημα στο οποίο παρουσιάζει την πορεία του στο θάνατο, ξεκινώντας με το πιο κάτω χαρμόσυνο προανάκρουσμα.
Από νωρίς φτερούγισαν ξυπόλυτα παιδάκια. Μες΄ στου Μαρτιού τον άνεμο, ριζάρι να μαζέψουν/ να βάψουμε ολοκόκκινα τ΄αυγά για τη Λαμπρή του γένους./ Τούτη τη νύχτα θα
ξαγρυπνήσουμε όλου του κόσμου τα πουλιά ν΄ακούσουμε το «χαίρε ώ χαίρε ελευθεριά»./ Θα μείνουν τ΄άνθη ολάνοιχτα το αίμα μας να δεχτούνε.
Έτσι καθώς ακούγεται το χαίρε ώ χαίρε Ελευθεριά ο Μόδεστος ξεκινά για τα ηλεκτροφόρα καλώδια, το σταυρό και το θάνατο του. «Στης Λευτεριάς τα χέρια ένα δαδί θα του φέγγει
ενώ στις φλέβες του θα τρέχει το γλυκόποτο κρασί του Εικοσιένα αυτό που του φιλέψαν προτού πάρει τον στερνό δρόμο για την ελευθερία. Όπλο του μονάχα μια αλυσίδα με
εικοσιτρείς κρίκους και ένα φτωχό καλάμι, γιατί καθώς λέγει ο Παπαδόπουλος. «Είχαν αρνηθεί οι τρομοκρατημένοι Γολιάθ και τη σφεντόνα ακόμα στα χέρια του Δαυίδ. Ο
Μόδεστος προσεγγίζει το καθήκον του με γυμνά σχεδόν χέρια. Όμως ο ποιητής τον βρίσκει πανέτοιμο για να γίνει πρωτομάρτυρας. Την παρουσία του στο μέγα μεσονύχτιο σαμποτάζ της Κύπρου, θα τη γράψει με το δικό του αίμα:
Μετάλαβες απόψε απ το κρασί του Μπότσαρη/ πήρες αντίδωρο χωριάτικο ψωμί/ κι έτοιμος είσαι να γινείς ο Πρωτομάρτυρας/ στο μέγα μεσονύχτιο σαμποτάζ της Κύπρου
σου.
Ανάμεσα Λιοπετριού κι Αυγόρου / θα σταματήσει απόψε μια καρδιά για να σημαίνει αιώνια /θα σκίσει απόψε μια αστραπή τη νύχτα / να πλέξει ένα στεφάνι φως / γύρω από
ένα καρβουνιασμένο μέτωπο.
Παράνομο κι αυτό το ποίημα ζωγραφίζει με αδρές πινελιές το ξεκίνημα ενός αγώνα ενώ καταγράφει τα βήματα του Μόδεστου Παντελή. Κεντρικός πυρήνας του, είναι ένας
θάνατος. Αυτό όμως δεν εμποδίζει ένα κλίμα αισιοδοξίας να πλανάται πίσω από κάθε στίχο. Η αισιοδοξία δεν είναι ένας υπέρλογος τρόπος αντιμετώπισης του τραγικού
θανάτου. Είναι μια ανάγκη, μια επιταγή που θα πρέπει να ακολουθήσει ο ποιητής όσο σκληρή κι αν είναι. Ο θάνατος δεν μπορεί, δεν πρέπει να λυγίσει το λαό, είναι μια
πραγματικότητα που θα πρέπει να αποδεχτούμε.
Ο Παπαδόπουλος γράφει το ποίημα, ενώ είναι υπεύθυνος εκδότης του περιοδικού της ΕΟΚΑ «Εγερτήριο Σάλπισμα». Σκοπός αυτού του εντύπου είναι να εμψυχώνει το λαό και
κυρίως τους μαθητές του Γυμνασίου. Αυτός ο σκοπός δεν του δίνει το δικαίωμα να δακρύσει.
Σαν ανατείλει η λευτεριά, ίσως μπορέσει να γονατίσει στους τάφους των τιμημένων νεκρών. Τώρα όμως η μάνιτα του πολέμου δεν το επιτρέπει. Στην ανάπαυλα γράφει αυτό
το ποίημα για να τιμήσει τον νεκρό και να πει μια μεγάλη αλήθεια.