ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ Ο ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Οι άρχοντες και οι κύριοι
Πολλοί επερίμεναν τον Ιωάννην εις την Αλεξάνδρειαν όταν έφθασεν με το καράβιν από την Αμαθούνταν την πολυαγαπημένην. Μα ο Ιωάννης δεν εκαθυστέρησεν, καθόλου δεν εστάθη ν’ αποθαυμάσει την πόλιν. Μόνον από την ιδίαν νύχταν έπεψεν εις τες στράτες να βρουν όσους ερριγούσαν. Φωτιές ν’ ανάψουν να τους σπιτώσουν, να τους καλοκρατούν, φαγητόν καλόν να μαγειρέψουν, τραπέζι να στρώσουν για τους άρκοντες.
Έτσι τους έλεγεν και έτσι τους ετίμαν. Και περισσότερον ακόμα κυρίους και μαστόρους τους επροσφώναν και τους ετίμαν. Όπως τον παλαιστήν, τον ονομαστόν πεχλιβάνη, που λούζεται το λάδιν να γλιστρούν όσοι γινάτιν έχουν να τον παλέψουν, να τον νικήσουν, έτσι και ο Ιωάννης λουσμένος μες τη χάρη, να μην μπορούν οι δόλιοι, οι πονηροί να τον νικήσουν, να τον φυλακίσουν εις το θέλημα τους, εβάλθην να ξεχερσώσει τα αμπέλια του Κυρίου του, να τα αποκαθαρίσει από τα πολλά θεριασμένα ζιζάνια των αιρέσεων.
Κατά που αρχίνησε τα έργατα στην Αλεξάνδρεια εχρεώθην επτά τον αριθμόν εκκλησίες μα έκαμε τον σταυρόν του και εστάθη και έκτισε ναούς πολλούς, διότι επέστρεψαν εις τις αγκάλες της Εκκλησίας μας όσοι εγελάστηκαν από τις διδασκαλίες του Πέτρου του Κναφέως, όστις επρόσθετεν λόγους δικούς του εις τον Ύμνον τον Τρισάγιον ο άφοβος, ο πλανεμένος.
Έγινεν ο Άγιος και κτίστης και πουργός και έβαλε θεμελιούς πολλούς και με τη βοήθεια του Θεού και τις ευχές των πονεμένων που τους εστάθη συμπαραστάτης, αξιώθηκε γρήγορα να δει μες τα χωριά και τις πολιτείες που έβλεπε ποιμένας πολλά νοσοκομεία, φτωχοτροφεία και άλλα πολλά έργατα καλά, σπίτια για τους ξένους, σιτηρέσια για το λαό που πεινούσε.
Εφρόντισε και για τις μανάδες τις φτωχές, τις κόρες που δεν είχαν τόπο για να γεννήσουν. Έκτισεν τους κατοικίες καλές, επτά σπίτια σε τόπους διάσπαρτους μες την πόλιν με όλα τα τεριαστά και με τις μάμμες, νοσοκόμες και φάρμακα πολλά. Εσκέφτηκεν ακόμη και εφωτίσθη να βοηθήσει και πολύ να μεριμνήσει για τους ιερείς και για να μην μπαίνουν στον πειρασμόν από της φτώχειας τα κακά Για τα χρειαζούμενα τους.
Πρώτες μέρες στην πατριαρχία
Είναι καιρός , όμως, να κάμωμεν λόγον για τις πράξεις του Ιωάννη, ευθύς μόλις ενθρονίστηκε Πατριάρχης. Πρώτα επρόσταξεν να έρθουν μπροστά του όλοι της Εκκλησίας οι οικονόμοι και άλλοι όσοι είχαν αξίωμαν και διακόνημαν στους ναούς. Με αγάπη τους είπεν λόγον καλόν. Για την εργασίαν στον αμπελώνα του Χριστού. Μετά τους ορμήνεψε να βγουν στις στράτες, τις ρύμες και τα μονοπάτια της πολιτείας. Να βρουν και να γράψουν σε κατάστιχον όλους τους αφέντες, τους κυρίους του πατριάρχη.
Οι οικονόμοι όλοι συγχύστηκαν και εζητούσαν εξηγήσεις. Τότε ο σοφός Ιωάννης εξήγησε τι ήθελε να κάμουν: « όσους γνωρίζετε φτωχούς και διακονητές τους ονομαζετε, ακούστε τι καλό μεγάλο μπορούν να μας χαρίσουν. Να μας βοηθήσουν , μπορούν.
Παράδεισο σε μας να παραδώσουν. Πάρτε λοιπόν τις στράτες σας, τώρα,στενό και σπίτι ερειπωμένο να μη σας ξεγελάσει. Όπου φτωχός, όπου μικρός στους δρόμους, χωρίς πατέρα ή προστάτη.
Όπου έχει χήρα κι ορφανά, νέους αρρωστεμένους.
Αγάπην κάμετε πολλήν όλοι τους να καταγράφουν βοήθεια να λαμβάνουν, να μην κακοπερνούν». Εβγήκαν οι οικονόμοι, Θεός να τους φυλάει εβγήκαν και εμέτρησαν επτά τόσες χιλιάδες. Μέσα στα στενοσόκακα, μέσα στα παραδρόμια ένας οικονόμος ευσεβής, καλός και προκομμένος μοναχός, ανακάλυψε ακόμη πεντακόσιους κρυμμένους φτωχούς ανήμπορους και αδύνατους ανθρώπους.
Προτού τελειώσουν με τους φτωχούς αφέντες τους , άλλη σοφή προσταγήν τους έδωσε και πιάσαν δρόμους και στενά οι συνετοί οικονόμοι. Όπου είχεν έμπορους, μικρούς πραματευτάδες, όπου πωλούσαν κι αγοράζανε τους έδωσαν διαταγήν καλήν του επισκόπου. Ν’ αφήσουνε τα δυο σταθμά, ν’ αφήσουν να ξεχάσουνε τα δύο τους βαρίδια. Ένα το ζύγι να πωλούν έναν και ν’ αγοράζουν.
Αν τύχει ν’ αρνηστούν. Αν τύχει ισχυρόγνωμοι πολύ να παρακούσουν προστάζει ο Δεσπότης μας μεγάλην τιμωρίαν.
Όποιος φανεί εγωπαθής και δεν μας υπακούσει με τη ψευτιά αν θέλει τα πουγκιά σε μιαν ημέρα να γεμίζει, φτωχός πολλά θα καταντήσει.
Φτωχός, από τους φτωχότερους της πόλης. Όλα του τα υπάρχοντα θα βγουν να πουληθούνε να δούνε όλοι οι Αλεξανδρινοί τι έπαθεν ο δολερός να μην γυρεύουν σκοτεινά, ψευτιές για να πλουτίζουν.
Εφώναξε και τους κριτές κάτι να τους αναγγείλει. Μαζευτήκαν όλοι και ήταν συγχισμένοι. Τότε έπεφταν στο αμάρτημα της σιμωνίας για να αδικούν τους φτωχούς. Όταν εμετρήθηκαν ήταν όλοι παρόντες.
Βγήκε ένας υπηρέτης και μετρούσε μισθόν μεγάλο, πουγκιά πολλά στον καθένα.
Πουγκιά πολλά να ζουν αυτοί και τα παιδιά τους και να τους περισσεύουν. Κατόπιν βγήκε ο Πατριάρχης για να εξηγήσει . Λόγον τους είπε σοφόν για τις πτώσεις της φιλαργυρίας και για τον άδικον χρυσόν που κατέκαψε πολλούς ανθρώπους και σπίτια. Γι’ αυτό, τους λέει ,να αφήσετε το άδικο και το καλό να ακολουθάτε και χωρίς το δίκαιο να μην κρίνετε ποτέ, να μην αποφα;σίζετε βιαστικά και μόνο από την όψη και τα υπάρχοντα του κατηγορούμενου. Άκουσαν οι κριτές και ελυπήθηκαν και έφυγαν όλοι σκυφτοί για τις οικίες τους και πολλά επροσβάλτηκαν.
Έστειλαν ύστερα μέχρι να νυχτώσει όλα τα πουγκιά για να δείξουν στον Πατριάρχην ότι μετανόησαν. Ο σοφός και ενάρετος Ιωάννης με αυτές τις θαρραλέες πράξεις του κέρδισε τις καρδιές και την αγάπη των Αλεξανδρινών. Από τις πρώτες ημέρες της πατριαρχίας του πολλοί τον ονομάζουν άνθρωπο της αγάπης και του ελέους.
Οι υπηρέτες… και η θλίψη του Πατριάρχη
Όταν τα έκαμε τούτα ο σοφός Ιωάννης ενόμισεν ο δίκαιος πως οι φτωχοί ήταν σε καλήν μοίραν και πλέον ήταν δύσκολον να τους αδικούν. Μα έναν πρωϊν που εβγήκεν να περπατήσει μοναχός του μες τις στράτες της πολιτείας του, τον εκόντεψεν δειλά ένας φτωχός και του απήγγειλεν μιαν αλήθειαν και πολλά επικράθηκεν ο πατριάρχης. Επέστρεψεν εις το πατριαρχείον και επρόσταξεν τους υπηρέτας έξω να βγάλουσιν τον θρόνον να μην μπορεί κανένας να εμποδίζει τους φτωχούς που επιθυμούν εις τον ποιμέναν τους να έρθουν, αίτησιν δια να του ειπούν.
Πολλά εθύμωσεν τους υπηρέτας δια την προσωποληψίαν και την κακήν τους κρίσιν. Από τότε εις και μόνος ανήρ και δίκαιος έστεκεν δίπλα του όταν άκουε τα φτωχά και πονεμένα του τέκνα τι έπαθαν και τι θέλουν καλώς δια να ζώσι. Έτσι μετά τούτου του γεγονότος εγλύτωσε τον λαόν από την αδιακρισίαν των υπηρετών του που έστεκαν στην πόρταν και αδίκως εκρίνασι ποιος να εισέλθει και ποιος δεν ημπορεί τον Πατριάρχην τον καλόν να ιδεί να αποθαυμάσει.
Έναν άλλον δειλινόν ο Πατριάρχης πολλά λυπημένος εκάθετουν εις τον τόπον τον συνήθη, έξω του ναού. Κατά την πέμπτην απογευματινήν, προτού να σουρουπώσει, έκαμε να φύγει λουσμένος στα δάκρυα. Τον είδαν οι μπιστικοί του μα δεν το έκαμνεν η καρδιά τους να τον ερωτήσουν. Ευτυχώς ευρέθη εκεί άνθρωπος νουνεχής και σώφρων, ο Σωφρόνιος, φίλος του καρδιακός και συμπολεμιστής θαρραλέος και άφοβος, δυνατός. Άνδρας που τον εβοήθαν εις τους αγώνας κατά της δαιμονιώδους και αιρετικής μανίας των αθέων Ακεφάλων.
Ο Σωφρόνιος ερώτησεν τον Πατριάρχην: « Τι έπαθες πολυπλούμιστε των αρετών αρχιποιμένα και ετάραξες μας όλους πολλά και με το πρόσωπον σου που σκυθρώπιασε και λυπημένον το βλέπουμεν σήμερον, ολημερίς»; Ποια άραγε η αιτία της ταραχής και της πολλής σου λύπης»; Επολογήθην ο Ιωάννης και του είπεν: «Τέκνον Σωφρόνιε, φίλε μου έμπιστε και ζηλευτέ, σήμερα καμμίαν εργασίαν δεν έπραξα. Μήτε μισθός μου πρέπει. Κάθομαι εδώ από το πρωϊν, κανένας δεν εφάνηκε, να διακονήσω, να χαρώ, αγάπη να του δώσω.
Η λύπη μου είναι περισσή. Κόπον εις τον Χριστόν δεν έπραξα κανέναν. Τίποτε δεν εξώφλησα, για τα που χρωστώ και που έπραξα, φτωχός εγώ ικέτης.»
Ο Σοφρώνιος, χωρίς σκέψιν πολλήν επολογήθην ο καλός για να τον γλυκάνει: « Σήμερα είναι μέρα χαράς, μεγάλε μου Δεσπότη. Να νιώθεις ευχαρίστησιν, ειρήνη και ευτυχίαν, για την ειρήνην που έφερες σ’ αυτήν την πολιτείαν. Έβγα στις στράτες για να δεις μικρούς, μωρά, μεγάλους. Κανένας πλέον δεν έχει έριδαν , κατηγορίαν. Μόνον ζουν χωρίς καυγά, το φθόνο, τα’ άλλα αγκάθια.
Ωσάν άγγελοι σκέφτονται. Ωσάν άγγελοι ζούνε.» Εχάρηκε ο Πατριάρχης και εχάθηκε ευθύς από την καρδιά του η αθυμία άπασα και επλημμύρισε όλος χαρά, ο ταπεινός, ο πράος, ο γλυκύτατος της Αλεξάνδρειας Πατριάρχης.
Εσήκωσε εις τον ουρανόν το ταπεινόν του βλέμμα και είπεν, μετά γνώμης γλυκιάς και δυνάμενης: « Ω Πλάστη μου που είσαι στα ψηλά, πολλά ευχαριστώ σε που αξίωσες τον δούλον σου τον αμαρτωλόν να επισκοπεί ποίμνιον καλόν. Επίσκοπος και ιερεύς αχράντων μυστηρίων.»