Που την ώραν που με πκιάαν τζιαι επέρναν με μεσσενα λαντ ρόβερ αννοιχτόν τζιαι έτρωα τα νερα διχα παπούτσια επαρακάλουν την Παναγίαν. Να αντέξω για να με σκοτώσουν. Να κρατήσω για να φύει ο μάστρος τζιαι τα κοπέλλια που το κρυσφήγετον να παν στον σπήλιον που έξερεν ο μάστρος μόνον τζιαι ο Θεός.
Οκτώ μερόνυχτα κάστια μεάλα. Τζιαι τζείνος ο Σε ιβορυ αμάν του λάλουν εναν βοσκαρέτιν είμαι που να ξέρω . Άννοιεν την πόρτα των ανακριτηριων Πλατρών τζιαι έσυρνεν με μες τα σιόνια. Ενόμιζεν εβασάνιζεν με μα μες την κρυάδαν μες το σιόνιν αναγιώθηκα. Εθώρουν τον ουρανόν τζιαι ελάλουν πουμέσα μου τα λόγια του παππού μου του Αδέρκη. Το όι μας εν όι γιε μου τζιαι το ναι ναι ..Τζιαι υστερα μαρκωμένος ελάλουν της Θεοτόκου. Βόηθα μου τζυρά μου Τροοδιτισσα να αντέξω με τούτους τους κακούργους.
Μιαν νύχταν που με κλώτσαν. Εγύρισα πάνω του τζιαι είδα τον μες τα μμάθκια . Λαλώ του. αχτυπας με αλύσωμένον. Σκότωσμε να πνάσω. Μα να ξέρεις καλά Ρωμιόν βουνήσιον μεν προσβάλεις. Εννα λοαρκαστει ο παππους μου μιτά σου ρε παλιάδρωπε. Ο μετάφραστης εχασεν τα. Λαλεί μου Ρε Ελληνα εννα σε σκοτώσει. Πε του τα λαλώ του τζιαι η ζωή μου ε σαλλου τα σιέρκα .
Τζιαι πε του ενεν άδρωπος. Αμαν του τάπεν εκοντοστάθειν εδωκεν μου μιαν γερην κλωτσιαν. Ευτύς μες τα γαι ματα είπα του γελόντα.....
ΕΝΩΣΙΣ .....
Αννοιξεν την πόρταν τζιαι έσυρεν με μες τα σιόνια,Αήσαν με ως το πρωίν. Λαλώ εννα πεθάνω. Ευκαρίστουν την Παναγίαν πον επροδωσα.
Το πρωίν επήραν με μαυρισμένον μαρκωμένον εις το Νοσοκομείον. Ενομίσαν πως ήτουν τα τελευταία μου.
Τζιαμε ακούσα πως επέθανεν ο Αντρίκκος που τον Πολυστυππον. Μεάλον παλληκάριν. Εβασανίζεν τον δωδεκα μέρες στο διπλανον τζιελλιν. Για μέρες εσταματήσαν τα σίερα τζιαι τη στεφάνην.
Τετάρτην πρωίν εφορτωσαν με μεσσεναν φορτηκόν με θκυο μαθητές του Αγρου τζιαι επήραν μας στα Κρατητηρια της Πύλας
Έσιει που τότες που την αγάησα περίτου την Αρκόντισσαν του Τροόδους την Μάναν μας τη μεάλην...