Απέναντι που το σχολείον μας ήταν μια γιγάντια καρυθκιά με ύψος θεόρατον τζιαι άννοιμαν των κλαθκιών να σιεπάζει το ποταμούιν το πέρασμάν προς τη γειτονιάν του Μαρίνου του πασκετπολίστα του μιτσόττερου μας.Έκαμνεν καρύθκια μιτσιά όι που τζείνα που ξέραμεν εις τα χωρκά μας τα μεάλα που έθελες ρότσον μιάλον να τα τσάκκίσεις να φάεις τη δίχωρήν την κούνναν τους.
Αθθύμησεν μου την ένας φίλος τζιαι τις ώρες τζιαι τις κενές που επερνούσαμεν Φθινόπωρον τζιαι αρκες του σιειμώνα επερνούσαμεν ώρες πολλές πουκάτω που το ευλοημένον δεντρόν ιδιαίτερά στο Γυμνάσιον μες το λασπωμένον ποταμούιν τζιαι τις όχθες του τις κατηφορικές τις μεάλες.Εσπάζαμεν καρύθκια πολλοί τζιαι ετρώαμεν.Η αλήθκεια ήταν πως άμαν εν επαεννεν καλά η επιχείρηση σύναμαν ποτσούων τα καρύθκια ήταν μια λύση εις τη σχολικήν πείναν της εποχής.
Τότε το έτος 1978 και τα τρία χρόνια κατόπιν μα τζιαι υστερόττερα εν είχαν ούλλοι τζιαι ούλλες σελίννια μες τις πούτζιες πιλεμου μισούθκια να καλοπερνούν εις την Καττίναν.
Οπκοιος τζι αν είσιεν τούντην καρυθκιάν εν τον αθθυμήθηκα ποττε να μας βάλλει τις φωνές ή να μας διακόπτει που την ούλλον βιταμίνες καρυδοφαίαν.
Κάμμιάν ημέραν που να ρέσσω που το Αθηναίδειόν εννα ποσσιεπάσω αν εν τζιαμε η καρυθκιά μας θεόρατη να την σιερετίσω τζιαι να την ευκαριστήσω που καρκιάς για την απλοσιερήν κάθε χρόνον την ολοκαρπίαν της που ετζοίμιζεν την πείναν του μισού Γυμνασίου ασσεν τζιαι λλίον.