Έξυζα εχτες τα μολύφκια μου κοντά στη θάλασσαν τζιαι ακούα το κύμαν να τραούδα όπως ο Δαυίδ το ζωγράφισεν όταν ακούστειν η φωνή πουμακρά ...
Γιαννάκη όι χαμέ τα ξύσματά...
Έμεινά τζιαι κρολοούμουν ακούω καλά;
Νάσου τζι ο φίλος πουμακρά.Γελόντα τζι ας έσιει σίλια βάσανα.Εννα το πω της Κυρίας Αγνής λαλεί μου.Ε πε της το.Εν καλόν πλάσμαν ψυσιή γρουσάφιν.Εν φοούμε....
Καλούς τζιαιρούς τζιαι αντέξαμεν εννα αντέξουμεν τζιαι τωρά.
Άμαν εσιει τζιαι φίλους μας που μας αθυμίζουν τες ξύστρες τες σιερένες...
Έπκιαν τον έναν γελόκλαμαν .Εσυνάφερνεν μου τους παλιούς μας μαστόρους τους παλιούς καφετζήες...
Τράβα λάλω του να πκιούμεν πόναν κρασίν δαμέ συγκοντα.
Ο οίνος επαρηόρησεν μας.Είπαμεν τζιαι θκυο τρεις ιστορίες του γελασμάτου.Ύστερα έστησεν γινάτιν ναπω του ταβερνιάρη την ιστορίαν που πήρα του μπακκάλη του Καράκωστα το πεντασέλινον του Φιρφιρή το διαφημιστικόν τζιαι έπκιαα τζιαι ρέστα.
Είπα την εις το τέλος μα εν εξήασα το δίδαγμά που μου καμεν την παρατζιελιάν..Μα τζιαι πόσον τον έχω στην καρκιάν μου που με εσυγχώρησεν τζιαι εν το είπεν κανενού ούτε μ απαγόρεψεν να ψουμνίζω πα λλέου του ώσπου τζιαι εδωκέν το του γαμπρού του.
Α γι αυτόν τον υποστήριζες πάντα τζιαι ελάλες πως οι παικτες του εν γεμάτοι στάμπες.
Εχρώστουν του ρε αδέρφίν.Ήτουν καλόκαρτος κατα βάθος.
Εγέλασεν ο ταβερνιάρης τζιαι ετζιερασεν μας
μιαν ποτσα κρασίν που το καλόν.
Εις υγείαν τους καλόκαρτους κοπέλλια..
Τζιαι σε όσους συγχωρούν λαλω του τζιαι γιω ο αχαίρευτος με το κέφιν μου.
Άτε πάλε επλουσιέψαμεν εγέλαν ο φίλος μου ο πολλοβασανισμένος..
Η θάλασσα καρτζίν ετραούδαν εν επαρέτησεν λεπτόν..
Α θάλασσα της Λεμεσού τζύμμα του γερονήσου τζι αφροι εις τον ακαμαντα το άκρον τούντης νήσου.