Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ κατέχει περίοπτη θέση στην ιστορία της ιατρικής με την ανακάλυψη της πενικιλίνης, που άνοιξε τον δρόμο για την αποτελεσματική χρήση των αντιβιοτικών φαρμάκων στην θεραπεία των μολυσματικών ασθενειών. Το 1945 τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσιολογίας - Ιατρικής.
O Αλεξάντερ Φλέμινγκ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1881, σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Λόχφιλντ της νοτιοδυτικής Σκωτίας. Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του αγρότη Χιού Φλέμινγκ και της δεύτερης συζύγου Γκρέις Μόρτον. Ο πατέρας του από τον πρώτο του γάμο είχε ακόμη τέσσερα παιδιά.
Σε ηλικία 16 ετών, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και γράφτηκε στο Βασιλικό Πολυτεχνικό Ινστιτούτο. Παράλληλα, βρήκε μια δουλειά γραφείου σε μια ναυτιλιακή εταιρεία για τα προς το ζην. Φαίνεται ότι οι σπουδές του στα τεχνικά επαγγέλματα δεν τόν έλκυαν και έτσι με την προτροπή του μεγάλου αδελφού του, που ήταν ήδη γιατρός, αποφάσισε να στραφεί στην ιατρική. Το 1903, έγινε δεκτός στην Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου «Σεντ Μέρι» (που αργότερα εντάχθηκε στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο του Λονδίνου), από το οποίο αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Παρέμεινε στο «Σεντ Μέρι» και τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως βοηθός στην ερευνητική ομάδα του διακεκριμένου μικροβιολόγου Άλμροθ Ράιτ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βακτηριολογία.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αλεξάντερ Φλέμιγκ κατατάχθηκε στο ιατρικό σώμα του βρετανικού Στρατού. Εργάστηκε για την ανάπτυξη μιας θεραπείας που θα μείωνε τους θανάτους στρατιωτών από τις διάφορες μολύνσεις, υποστηρίζοντας ότι τα αντισηπτικά δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά. Ωστόσο, το εγχείρημά του απορρίφθηκε, κυρίως λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, επέστρεψε στο νοσοκομείο «Σεντ Μέρι» και συνέχισε την ιατρική του έρευνα. Το 1922 προσδιόρισε το ένζυμο λυσοζύμη, το οποίο απαντά σε ορισμένους ζωικούς ιστούς και εκκρίσεις, όπως είναι τα δάκρυα και το σάλιο, και ανακάλυψε τις ανασταλτικές του ιδιότητες στην δράση των βακτηρίων, ανακάλυψε δηλαδή ότι εκδήλωνε αντιβιοτική δραστηριότητα.
Το 1928 και συγκεκριμένα στις 15 Σεπτεμβρίου, έκανε τυχαία τη μεγάλη ανακάλυψη. Λίγο προτού καταστρέψει έναν δοκιμαστικό σωλήνα με την καλλιέργεια κάποιων βακτηριδίων σταφυλόκοκκου, παρατήρησε ότι είχε αναπτυχθεί ένα είδος μπλε μούχλας, που φάνηκε να είναι σε θέση να σκοτώσει τους επιβλαβείς μικροοργανισμούς. Μια σειρά πειραμάτων απέδειξε αργότερα τα συμπεράσματά του και οδήγησε στην ανακάλυψη της πενικιλίνης, όπως ονόμασε την δραστική ουσία.
Δυστυχώς, η έρευνά του έπρεπε να σταματήσει, καθώς δεν κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας. Το έργο του ολοκλήρωσαν άλλοι επιστήμονες στα τέλη της δεκαετίας του ’30, οπότε αμερικανικές και βρετανικές φαρμακοβιομηχανίες άρχισαν τη μαζική παραγωγή πενικιλίνης. Το νέο φάρμακο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την αντιμετώπιση πολλών μολύνσεων.
Το 1945, ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσιολογίας – Ιατρικής για την ανακάλυψη της πενικιλίνης. Σε μια από τις δηλώσεις του είπε σεμνά και ταπεινά: «Η φύση δημιούργησε την πενικιλίνη. Εγώ απλώς τη βρήκα». Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψή του έφερε τα πάνω - κάτω στη σύγχρονη ιατρική, αφού άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία πολλών αντιβιοτικών και την αντιμετώπιση δεκάδων ασθενειών.
Ένα χρόνο πριν από την βράβευσή του είχε αναγορευτεί σε «ιππότη» από τον βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας και έφερε έκτοτε τον τίλο του «σερ». Το 1946 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1951 επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1953 η σχέση του με την Ελλάδα έγινε στενότερη, καθώς νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ελληνίδα γιατρό Αμαλία Κουτσούρη, στενή συνεργάτιδά στο στο νοσοκομείο «Σεντ Μέρι» του Λονδίνου. Ήταν ο δεύτερος γάμος και για την λαίδη Αμαλία, η οποία έγινε ευρύτερη γνωστή ως Αμαλία Φλέμινγκ για την πολιτική δράση τα χρόνια της χούντας και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ως μέλος του ΠΑΣΟΚ. Από τον πρώτο του γάμο με την νοσηλεύτρια Σάρα ΜακΕλρόι (1881-1949), ο Φλέμινγκ είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Ρόμπερτ Φλέμινγκ (1924-2015), ο οποίος ακολούθησε καριέρα γενικού ιατρού.
Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ πέθανε στις 11 Μαρτίου 1955, στο Λονδίνο, σε ηλικία 73 ετών.