Το έργο «Αμμοχώστου Ωδές», αποτελεί μία λαϊκή καντάτα σε μουσική, στίχους, ενορχήστρωση και κείμενα του μουσικοσυνθέτη Γιώργου Χατζημάρκου γραμμένη για σολίστ, μικτή χορωδία, δέκα άτομα ορχήστρα και αφηγητή. Σκιαγραφεί τον πόνο της προσφυγιάς και του ξεριζωμού μετά την τουρκική εισβολή του 1974.
Όπως αφηγείται ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης, «Την έμπνευση και την αφετηρία του πνευματικού αυτού ταξιδιού έμελλε να σηματοδοτήσει η επαγγελματική μου καριέρα και πιο συγκεκριμένα η μετάθεσή μου ως καθηγητής Μουσικής στο Γυμνάσιο Παραλιμνίου το 2008. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα όπως όλες οι άλλες, καθώς περπατούσα, μη γνωρίζοντας καλά την περιοχή, όταν παρατήρησα πολυάριθμες πολυκατοικίες στο βάθος του ορίζοντα βορειοανατολικά της αυλής του Γυμνασίου. ρώτησα μαθητές που ήταν δίπλα μου και διαπίστωσα μετά μεγάλης μου έκπληξης ότι απέναντί μου «τόσο κοντά μα τόσο μακριά» βρισκόταν η Αμμόχωστος. Οι βουβές πολυκατοικίες και τα άσπρα κτήρια ήταν η πόλη που έζησα έστω για λίγο, τα παιδικά μου χρόνια. Παρόλο που πήγαινα καθημερινά στο Γυμνάσιο, δε φανταζόμουν ότι λίγα μόλις βήματα πιο κάτω, υπήρχαν τα εγκαταλελειμμένα κτήρια του Βαρωσιού, με γυμνά παράθυρα, τρύπιες αναμνήσεις καρφωμένες στο μυαλό… γυρισμένες προς το μέρος μου.
Δεν έχασα καιρό, τότε ρώτησα αν υπήρχε τρόπος να ανεβώ σε ψηλότερο σημείο του σχολείου, όπου θα αντίκρυζα τη θέα της Αμμοχώστου σε όλο της το μεγαλείο. Πολύ σύντομα βρήκα τη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Αφού ανέβηκα με ανυπομονησία τα σκαλοπάτια, ξαφνικά η πόλη της Αμμοχώστου ήταν απέναντί μου αγέρωχη, επιβλητική, αλλά συνάμα θλιμμένη και σκεφτική. Πάγωσα στο θέαμα που αντίκρυσα και δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Συγκίνηση, οργή, πόθος, αγάπη και φλογερή έλξη ήταν μερικά από τα πολλά συναισθήματα της στιγμής εκείνης. Σαν να στεκόμουν μπροστά από μια τεράστια μαγνητική πλάκα που με τραβούσε προς το μέρος της. Μετά δυσκολίας τράβηξα το βλέμμα μου μακριά, όταν άκουσα το κουδούνι.
Η πρώτη κουβέντα στο μεσημεριανό τραπέζι εκείνης της μέρας στο σπίτι, ήταν η μικρή μου ιστορία και η αποκάλυψη της Αμμοχώστου μπροστά στα μάτια μου. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα άρχισα να γράφω στίχους τραγουδιών, εμπνευσμένος αλλά συνάμα φορτισμένος από την ωραία Αμμόχωστο. Η επίσκεψή μου στον πάνω όροφο του σχολείου έγινε επανειλημμένα και χωρίς λόγια, μόνο με τα μάτια, μιλούσα με την όμορφη πόλη μας. Σαν να της έλεγα και να μου έλεγε καθημερινές εμπειρίες και παράπονα. Κουβεντιάζαμε, γίναμε δύο αχώριστοι φίλοι…
Η καταγραφή στίχων για την Αμμόχωστο συνεχίστηκε και τον επόμενο χρόνο ενώ συγχρόνως δούλευα και άλλες συνθέσεις. Αποκορύφωμα αυτής της σχέσης και συνάμα έρευνας για την Αμμόχωστο, ήταν η επίσκεψή μου στην κατεχόμενη πόλη το καλοκαίρι του 2013. Παρ΄ όλους τους ενδοιασμούς μου μη θέλοντας να πάρω άδεια για να επισκεφτώ τον τόπο μου, έσφιξα την καρδιά και τόλμησα να περάσω στην απέναντι πλευρά έτσι ώστε να δω από κοντά την πόλη που γεννήθηκα. Ίσως πήρα τη μεγάλη αυτή απόφαση γνωρίζοντας ότι, όσο περνούν τα χρόνια γινόμαστε πιο ευαίσθητοι και συνάμα σμίγουμε με τη γη που μας γέννησε, ακολουθώντας ο καθένας της μοίρας το αναπόφευκτο πεπρωμένο με μόνη διαφορά τη χρονική στιγμή!
Αυτή η ιστορία που έμοιαζε με ένα όνειρο, έπαιρνε σταδιακά σάρκα και οστά με αργά αλλά σταθερά βήματα. Πολύ σύντομα άρχισα να μελοποιώ τους στίχους που έγραψα, αργότερα να ενορχηστρώνω τα τραγούδια αυτά για χορωδία και ορχήστρα, ενώ το έργο άρχισε να παίρνει τη μορφή της κοσμικής καντάτας με την προσθήκη του αφηγητή και των σολίστ.
Η επιλογή να γράψω ο ίδιος τους στίχους των τραγουδιών του έργου αυτού, δεν ήταν αυτοσκοπός ή θέμα εγωϊσμού αλλά έγινε αυθόρμητα μέσω εξωτερίκευσης συναισθημάτων, εσωτερικής ανάγκης και αυθορμητισμού που λειτούργησαν ως κατευθυντήριες γραμμές. Έτσι κι αλλιώς το πάντρεμα στίχων και μουσικής του ιδίου προσώπου κουβαλά μια αυθεντική και συνάμα εύστοχη αλήθεια, που ίσως να χανόταν ή τουλάχιστον να κινδύνευε να αποτύχει, αν οι στίχοι γράφονταν από δύο διαφορετικά πρόσωπα.
Η μουσική των τραγουδιών είναι απλή χωρίς πολύπλοκες μελωδίες ή τεχνικές σύνθεσης, ενώ οι στίχοι στη Νέα ελληνική γλώσσα γίνονται εύκολα κατανοητοί από οποιονδήποτε. Οι απλές μελωδίες παραπέμπουν στην ελληνική μουσική της δεκαετίας του 1970, όπου η Αμμόχωστος ευημερούσε ως ανεκτίμητο διαμάντι της Μεσογείου αλλά και της Κύπρου ολόκληρης. Μέσα από τους στίχους των τραγουδιών αλλά και τα κείμενα, βρίσκονται προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματά μου τα οποία εξωτερίκευσα. Ολόκληρο το έργο ηχογραφήθηκε το 2017 σε ψηφιακό δίσκο. Ως συνθέτης του έργου «Αμμοχώστου Ωδές», δεν επιδιώκω την προσωπική καταξίωση. Στόχος μου είναι να προσθέσω ένα λιθαράκι στον βωμό του αγώνα για την επανένωση και ελευθερία της Κύπρου. Θα είμαι ευτυχής εάν το έργο αυτό παραμείνει στην ιστορία ως φάρος ελπίδας για επιστροφή στις πατρογονικές μας εστίες, θυμίζοντάς μας το χρέος προς την πατρίδα, τους προγόνους μας και τις μελλοντικές γενεές. Εύχομαι το κοινό να αγκαλιάσει το έργο αυτό σαν κάτι προσωπικά δικό του, όπως το ένιωσα κι εγώ, ώστε να δοθεί το έναυσμα για επαγρύπνηση και ψυχική ανόρθωση, μέχρι τη μέρα της πολυπόθητης επιστροφής. Ευχή μου είναι να εκτελεστεί το έργο, «Αμμοχώστου Ωδές» στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας μετά την απελευθέρωση της πόλης μας».
Πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του ψηφιακού δίσκου, μέρος του έργου «Αμμοχώστου Ωδές», θα παρουσιαστεί σε τρεις συναυλίες:
23/5/22 Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Αμμοχώστου, Δερύνεια
24/5/22 Θέατρο Σκάλα, Λάρνακα
27/5/22 Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο Πάνος Σολομωνίδης, Λεμεσός
Τραγούδια από το ομώνυμο έργο θα ερμηνεύσουν οι ακόλουθοι καλλιτέχνες:
Αλέξανδρος Αλεξάνδρου – Τραγούδι
Λουκία Σκορδή - Τραγούδι
Γιώργος Χατζημάρκου – Μπουζούκι/ Κιθάρα/ Τραγούδι
Νίκος Νικολαϊδης – Μπουζούκι
Βασίλης Ευσταθίου – Πλήκτρα
Ξένιος Παπασοφρωνίου – Κόντρα-μπάσο
Ξενάκης Ξενοφώντος – Ντραμς
Θερμές ευχαριστίες στον κ. Ανδρέα Μορφίτη, Αντιπρόεδρο του ΚΥ.ΚΕ.Μ. που από την πρώτη στιγμή πίστεψε και πάλεψε για την πραγματοποίηση των συναυλιών, στους χορηγούς που ενίσχυσαν οικονομικά αυτή την προσπάθεια καθώς και στους εκλεκτούς καλλιτέχνες που αγκάλιασαν με αγάπη το έργο.
Γιώργος Χατζημάρκου